1 δυσπαρακολουθητος
(πρᾶγμα Men.)
Древнегреческо-русский словарь > δυσπαρακολουθητος
2 ευπαρακολουθητος
(ἥ διήγησις Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь > ευπαρακολουθητος