Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εὐ-παραμύθητος

См. также в других словарях:

  • παραμυθητός — consolable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμυθητός — ή, όν, Α [παραμυθούμαι] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να παρηγορήσει, ο δεκτικός παρηγοριάς …   Dictionary of Greek

  • παραμυθητοί — παραμυθητός consolable masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμυθηταῖς — παραμυθητής consoler masc dat pl παραμυθητός consolable fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμυθηταί — παραμυθητής consoler masc nom/voc pl παραμυθητός consolable fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμυθητοῦ — παραμυθητής consoler masc gen sg παραμυθητός consolable masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»