-
1 απαραμυθητος
-
2 δυσπαραμυθητος
-
3 ευπαραμυθητος
21) легко склоняемый, которого нетрудно умолить(θεὸς εὐχαῖς εὐ. Plat.)
2) в котором легко утешиться(θάνατος Plut.)
εὐπαραμύθητον οὕτω τὸ δεινόν Luc. — это лучше всего может утолить скорбь
См. также в других словарях:
παραμυθητός — consolable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμυθητός — ή, όν, Α [παραμυθούμαι] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να παρηγορήσει, ο δεκτικός παρηγοριάς … Dictionary of Greek
παραμυθητοί — παραμυθητός consolable masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμυθηταῖς — παραμυθητής consoler masc dat pl παραμυθητός consolable fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμυθηταί — παραμυθητής consoler masc nom/voc pl παραμυθητός consolable fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμυθητοῦ — παραμυθητής consoler masc gen sg παραμυθητός consolable masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)