-
1 εὐ-νόθευτος
εὐ-νόθευτος, leicht zu verfälschen, Cornut. 20.
-
2 ἀ-νόθευτος
ἀ-νόθευτος, unverfälscht, ächt, Sp.
-
3 ανοθευτος
-
4 ἀνόθευτος
ἀ-νόθευτος, unverfälscht, echt -
5 εὐνόθευτος
1 εὐ-νόθευτος
εὐ-νόθευτος, leicht zu verfälschen, Cornut. 20.
2 ἀ-νόθευτος
ἀ-νόθευτος, unverfälscht, ächt, Sp.
3 ανοθευτος
4 ἀνόθευτος
5 εὐνόθευτος