1 ευναιεταων
(δόμοι, μέγαρα Hom.)
(πόλις Hom.)
Древнегреческо-русский словарь > ευναιεταων
ναιετάων — ναιετάω dwell pres part act masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)