-
1 φιλο-μειδής
φιλο-μειδής, ές, gew. poet. φιλομμειδής, ές, das Lächeln liebend, gern lächelnd; Aphrodite, Hom. u. Hes. oft, immer in der poet. Form; Μοῠσαι Paul. Sil. 52 (VI, 66); Bacchus, Hymn. (IX, 524); Luc. Imag. 8.
-
2 φιλομ-μειδής
φιλομ-μειδής, ές, poet. statt φιλομειδής, w. m. s.
-
3 εὐ-μειδής
-
4 ἀγλαο-μειδής
ἀγλαο-μειδής, holdlächend, conj. Meineke für ἀγαλμο-ειδής.
-
5 ἀ-μειδής
-
6 ἀγλαομειδής
-
7 ἀμειδής
ἀ-μειδής, nicht lachend, traurig -
8 εὐμειδής
εὐ-μειδής, ές, wohllächelnd, freundlich -
9 φιλομειδής
φιλο-μειδής, ές, das Lächeln liebend, gern lächelnd; Aphrodite
См. также в других словарях:
ευμειδής — εὐμειδής, ές (Α) αυτός που χαμογελάει με φιλοφροσύνη, ο ευμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μειδής (< μειδιώ), πρβλ. φιλο μειδής)] … Dictionary of Greek
μειλιχομειδής — μειλιχομειδής, ές (ΑM) αυτός που χαμογελά με μειλίχιο, γλυκό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + μειδής (< μειδιώ), πρβλ. φιλο μειδής] … Dictionary of Greek
φιλομειδής — ές, ΝΑ, και ποιητ. τ. φιλομμειδής και φιλομηδής και φιλομμηδής, ές, Α 1. αυτός που τού αρέσει να χαμογελά 2. προσωνυμία τής Αφροδίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + (μ)μειδής (< * σμειδής < μειδιῶ* «χαμογελώ»), πρβλ. μειλιχο μειδής. Ωστόσο,… … Dictionary of Greek
αειμειδής — ές αυτός που διαρκώς χαμογελάει, φιλομειδής, γελαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. Όπως και το φιλο μειδής, είναι δυνατό να παράγεται ή απευθείας από το μειδιώ ή από το μεῖδος (= γέλως), που σώζεται μόνο στον Ησύχιο] … Dictionary of Greek
μειδιώ — (ΑM μειδιῶ, άω) 1. γελώ μόνο με σύσπαση τών χειλιών μου χωρίς ήχο γέλιου, χαμογελώ 2. μτφ. έχω ευχάριστη ή χαρούμενη όψη ή έχω διάθεση ευνοϊκή απέναντι σε κάποιον («η τύχη άρχισε να μού μειδιά») νεοελλ. χαμογελώ ειρωνικά («μόλις διάβασε το γράμμα … Dictionary of Greek