Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐ-μάθεια

См. также в других словарях:

  • ρωσομάθεια — η, Ν η γνώση τής ρωσικής γλώσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ρώσος + μάθεια (< μαθής < μάθος (το), «μάθηση, γνώση»), πρβλ. γαλλο μάθεια] …   Dictionary of Greek

  • αρχαιομάθεια — η 1. η γνώση της αρχαιότητας 2. η γνώση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + μάθεια < μαθής < μανθάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Κ. Κούμα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»