-
1 πυκινο-κίνητος
πυκινο-κίνητος, sich häufig bewegend, Hippocr.
-
2 πατρο-κίνητος
πατρο-κίνητος, vom Vater bewegt, Sp.
-
3 πνευματο-κίνητος
πνευματο-κίνητος, vom Winde, Geiste bewegt, erregt, Sp.
-
4 πολυ-κίνητος
πολυ-κίνητος, viel, sehr, stark bewegt, Arist. u. Sp., wie Schol. Il. 2, 814.
-
5 χριστο-κίνητος
χριστο-κίνητος, von Christus bewegt, K. S.
-
6 βραδυ-κίνητος
βραδυ-κίνητος, sich langsam bewegend, Sp.
-
7 κοσμο-κίνητος
κοσμο-κίνητος, in der Welt bewegt, Sp.
-
8 εὐ-κῑνητος
εὐ-κῑνητος, sich leicht bewegend, behend, Plat. Tim. 58 e ff.; τὸ ἔχον ὀλιγίστας βάσεις εὐκινητότατον ἀνάγκη πεφυκέναι ib. 56 a; τὸ λουτρὸν τοὺς σκληροὺς εὐκινήτους ποιεῖ Arist. probl. 3, 16; Pol. u. a. Sp. Auch auf den Geist übertr., gewandt, leicht begreifend, Ggstz βραδύς, Arist. H. A. 1, 8; πρὸς ὀργήν, leicht zum Zorn zu reizen, rhet. 2, 2; τὸ τῆς γνώμης εὐκίνητον, Veränderlichkeit, Hdn. 7, 7, 2; – λόγος, leicht zu widerlegen, Arist. Met. 1, 7.
-
9 εὐ-μετα-κῑνητος
εὐ-μετα-κῑνητος, leicht weg, an einen andern Platz zu bewegen, Arist. Metaph. 4, 124 u. Sp.; τό, Veränderlichkeit, M. Anton. 1, 16.
-
10 δυς-απο-κίνητος
δυς-απο-κίνητος, schwer wegzubewegen, Sp.
-
11 δυς-κίνητος
δυς-κίνητος, schwer zu bewegen, unbeweglich; γᾶ Plat. Locr. 98 c; Tim. 56 a; σκώληκες, langsam sich bewegend, Arist. H. A. 5, 19; πλοῖα Pol. 1, 22; neben μόνιμος, fest, beständig, Plut. Thes. 36 u. öfter; – daher = unerbittlich, Ἅιδης Ep. ad. 660 (VII. 221); – vom Geiste, langsam, δυςκινήτως καὶ δυςμαϑῶς ἔχειν Plat. Rep. VI, 503 d.
-
12 δυς-μετα-κίνητος
δυς-μετα-κίνητος, schwer wegzubewegen, Ios.; auch im adv., Alex. Trall.
-
13 θεο-κίνητος
θεο-κίνητος, Erkl. von ϑέορτος, Schol. Pind. Ol. 2, 40.
-
14 λοξο-κίνητος
λοξο-κίνητος, sich schief, schräg bewegend, Schol. Hes. O. 381.
-
15 αὐτο-κίνητος
αὐτο-κίνητος, durch sich selbst bewegt od. beweglich, Plut. de Pyth. or. 21.
-
16 ὀξυ-κίνητος
ὀξυ-κίνητος, schnell bewegt, sich schnell bewegend, Luc. abdic. 28.
-
17 ἀει-κῑνητος
ἀει-κῑνητος, Plat. Phaedr. 245 c. – Adv. - τως, Arist. mund. 6.
-
18 ἀ-κίνητος
ἀ-κίνητος ( fem. ἀκινήτη Pind. Ol. 9, 33), 1) unbewegt, unbeweglich, fest, ἑστάναι Plat. Soph. 249 a; γῆ ἀκινητοτάτη Tim. 55 d; nicht angerührt, unverletzt, τάφος Her. 1, 187; Ceb. tab. 34, neben δυςμαϑής hartnäckig; βαίνειν ἐξ ἀκινήτου ποδός, gehen, ohne den Fuß fortzusetzen, sterben, Soph. Tr. 875; φρένες ἀκίνητοι Ar. Ran. 899, schwerfälliger Geist. – 2) was nicht bewegt, nicht angerührt werden darf, heilig, bes. τὰ ἀκίνητα, Hes. O. 752 μ ηδ' ἐπ' ἀκινήτοισι καϑίζειν, auf den Gräbern; Eur. Iph. T. 1124, das Bildniß der Göttin heben ἐξ ἀκινήτων βάϑρων; Plut. öfter μὴ κινεῖν τὰ ἀκίνητα Legg. III, 684 d; vgl. Theaet. 181 a; nach dem Schol. sprichw. von solchen, die gottlos selbst das Heilige nicht achten; vgl. Her. 6, 134; κινεῖς τι τῶν ἀκινήτων Soph. O. C. 624, was verschwiegen werden muß, vgl. Ant. 1060. – Adv. ἀκινήτως ἔχειν, unbeweglich sein, Isoer. 2, 18; Plat. Tim. 38 a.
-
19 ἀ-μετα-κίνητος
ἀ-μετα-κίνητος, unbeweglich, unveränderlich, Plat. Ep. VII, 343 a. – Adv., - τως ἔχειν Arist. Eth. 2. 4, 3, neben βεβαίως.
-
20 ὀλιγο-κίνητος
ὀλιγο-κίνητος, wenig bewegt, Stob. ecl. eth. II, 202.
См. также в других словарях:
κινητός — moving masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητός — ή, ό (ΑΜ κινητός, ή, όν Α θηλ. και ός) [κινώ] 1. αυτός τον οποίο μπορεί να κινήσει κάποιος, αυτός που μπορεί να μετακινηθεί ή αυτός που μετακινείται (α. «πολλά ακίνητα δεν έχει, η κινητή του όμως περιουσία, και ειδικά η συλλογή του, είναι… … Dictionary of Greek
κινητός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να μετακινηθεί, αυτός που μπορεί κάποιος να τον μετακινήσει: Χρησιμοποιεί κινητή γέφυρα. 2. «κινητές γιορτές», οι γιορτές που δε γιορτάζονται την (ίδια ημερομηνία κάθε χρόνο. 3. το ουδ. πληθ., τα κινητά ως ουσ., σημαίνει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κινητόν — κινητός moving masc acc sg κινητός moving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητοῖς — κινητός moving masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητοί — κινητός moving masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητούς — κινητός moving masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητῆς — κινητός moving fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητή — κινητός moving fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητῶς — κινητός moving adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητῷ — κινητός moving masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)