-
1 εὐ-κτικός
-
2 αὐτ-επί-τακτος
αὐτ-επί-τακτος, von sich selbst befehligt, beherrscht, v. l. für - κτικός, Plat. Polit. 267 a; Poll. 1, 156. – Adv.,D. L.
-
3 трассирующий
трасси́рующ||ийприл воен. τροχιοδει-κτικός:\трассирующийие пу́ли οἱ τροχιοδεικτικές σφαίρες. -
4 стеклорежущий
επ.υαλοκοπτικός, υαλοχαρα-κτικός•стеклорежущий инструмент υαλοχαρακτικό όργανο.
-
5 εὐκτικός
--------------------------------