-
1 εὐ-κρᾱής
-
2 δυς-κρᾱής
-
3 δι-κραής
-
4 ἰσο-κρᾱής
-
5 δυςκρᾱής
δυς-κρᾱής, ές, schlecht gemischt, d. i. nicht gemäßigt -
6 εὐκρᾱής
-
7 ἰσοκρᾱής
ἰσο-κρᾱής, ές, gleich gemischt
См. также в других словарях:
ευκραής — εὐκραής, ές (ΑΜ) (Α επίκ. τ. ἐϋκραής) μσν. (για ψυχή) αυτός που έχει σεμνότητα αρχ. 1. (για άνεμο) ήπιος, μέτριος, ελαφρός («εὐκραὴς ἀήρ», Θεόφρ.) 2. (για κλίμα) εύκρατος, μαλακός («εὐκραεῑς τόποι», Αριστοτ.) 3. (για έρωτα) σεμνός, μετρημένος.… … Dictionary of Greek
ισοκραής — ἰσοκραής, ές και ίσοκράς, ό, ἡ (Α) (πιθ. γρφ. στον Ιπποκρ.) εξίσου αναμεμιγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κραής < θ. κρᾱτον κεράννυμι* (πρβλ. ευ κραής)] … Dictionary of Greek