-
1 εὐ-κοινό-μητις
εὐ-κοινό-μητις, ἀρχά, Aesch. Suppl. 681, durch gemeinsame Berathung gut sorgend.
-
2 εὐκοινόμητις
См. также в других словарях:
ευκοινόμητις — εὐκοινόμητις, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που σκέφτεται, που φροντίζει για το κοινό καλό ή που σκέφτεται από κοινού («προμαθὶς εὐκοινόμητις ἀρχά», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κοινός + μήτις «σκέψη, στοχασμός»] … Dictionary of Greek