-
1 εὐ-κατ-ηγόρητος
εὐ-κατ-ηγόρητος, leicht anzuklagen, zu tadeln, Thuc. 6, 77; Antiph. Stob. fl. 98, 56; Pol. 4, 29, 3 u. Sp.
-
2 ἀ-κατ-ηγόρητος
ἀ-κατ-ηγόρητος, unangeklagt, Diod. S. 11, 46; tadellos, Phalar. 55.
-
3 ἀκατηγόρητος
ἀ-κατ-ηγόρητος, unangeklagt; tadellos--------------------------------ἀ-κατ-ηγόρητος, unangeklagt; tadellos -
4 εὐκατηγόρητος
εὐ-κατ-ηγόρητος, leicht anzuklagen, zu tadeln
См. также в других словарях:
ευκατηγόρητος — εὐκατηγόρητος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να κατηγορήσει εύκολα, ο εκτεθειμένος σε κατηγορίες 2. αυτός εναντίον τού οποίου υπάρχει βάσιμη κατηγορία («τὰ δὲ κατηγορῶν τῶν Αἰτωλῶν, ὄντων εὐκατηγορήτων», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ… … Dictionary of Greek