-
1 πολυ-κάθ-εδρος
πολυ-κάθ-εδρος, = πολύζυγος, VLL.
-
2 συγ-κάθ-εδρος
συγ-κάθ-εδρος, mit beisitzend, Lob. Phryn. 465.
-
3 εὐ-κάθ-εδρος
εὐ-κάθ-εδρος, mit gutem Sitze, = εὔσελμος, Schol. Od. 2, 390; Erkl. von εὔζυγος, Schol. Ap. Rh. 1, 4.
-
4 ὀρθο-κάθ-εδρος
ὀρθο-κάθ-εδρος, grade aufrecht sitzend, Paul. Aeg.
-
5 εὐκάθεδρος
-
6 ὀρθοκάθεδρος
-
7 συγκάθεδρος