-
1 αμφιθηγης
-
2 ευθηγης
См. также в других словарях:
νεοθηγής — νεοθηγής, ές (Α) νεόθηκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θηγής (< θήγω «ακονίζω»), πρβλ. οξυ θηγής] … Dictionary of Greek
οξυθηγής — ὀξυθηγής, ές (Α) οξύθηκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + θηγής (< θήγω), πρβλ. νεο θηγής] … Dictionary of Greek
αμφιθηγής — ἀμφιθηγής, ές (Α) ο τροχισμένος και από τις δύο πλευρές, αμφίστομος, δίκοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + θηγής < θήγω*] … Dictionary of Greek