Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εὐ-θεράπευτος

См. также в других словарях:

  • θεραπευτός — ή, ό (AM θεραπευτός, όν) [θεραπεύω] αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο θεραπεύσιμος αρχ. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να καλλιεργήσει («διδακτοῦ δὲ ὄντος καὶ θεραπευτοῦ», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • θεραπευτόν — θεραπευτός that may be fostered masc/fem acc sg θεραπευτός that may be fostered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπευτῷ — θεραπευτός that may be fostered masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθεράπευτος — η, ο (Α ἀθεράπευτος, ον) [θεραπεύω] αυτός που δεν θεραπεύεται ή δεν επιδέχεται θεραπεία, αγιάτρευτος, ανίατος νεοελλ. (για καταστάσεις) αδιόρθωτος, ανεπανόρθωτος, φοβερός αρχ. 1. αυτός στον οποίο δεν παρέχεται φροντίδα, δεν δίνεται προσοχή,… …   Dictionary of Greek

  • θεραπευτοῦ — θεραπευτής one who serves the gods masc gen sg θεραπευτός that may be fostered masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπευτά — θεραπευτά̱ , θεραπευτής one who serves the gods masc nom/voc/acc dual θεραπευτής one who serves the gods masc voc sg θεραπευτής one who serves the gods masc nom sg (epic) θεραπευτός that may be fostered neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπευτῶν — θεραπευτής one who serves the gods masc gen pl θεραπευτός that may be fostered masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»