-
1 εὐ-ημέρημα
εὐ-ημέρημα, τό, das gute Gelingen, Sieg, τὸ περὶ τοὺς ἱππεῖς Pol. 3, 72, 2; vgl. Cic. Attic. 5, 21; Sp.
-
2 δυς-ημέρημα
δυς-ημέρημα, τό, Unglück, Schol. Il. 6, 336.
-
3 ευημερημα
-
4 δυςημέρημα
δυς-ημέρημα, τό, Unglück -
5 εὐημέρημα
εὐ-ημέρημα, τό, das gute Gelingen, Sieg