-
1 κακ-εργέτις
κακ-εργέτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Sp.
-
2 εὐ-εργέτις
εὐ-εργέτις, ιδος, ἡ, fem. zu εὐεργέτης, die Wohlthäterinn, Eur. Alc. 1058; ψυχὴ εὐεργ. Plat. Legg. X, 896 e; Sp., wie D. Sic. 1, 2; Luc. salt. 41.
-
3 κακεργέτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακεργέτις
-
4 κακοεργέτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοεργέτις
-
5 καλοεργέτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλοεργέτις
-
6 εὐεργέτις
εὐ-εργέτις, ιδος, ἡ, die Wohlthäterin
См. также в других словарях:
καλοεργέτις — καλοεργέτις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που κάνει το καλό («καλοεργέτις ψυχή», Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + εργέτις (θηλ. τού εργετης < εργός < ἔργον), πρβλ. ευ εργέτις, κακο εργέτις] … Dictionary of Greek
κακεργέτης — και κακεργάτης, ὁ, θηλ. κακεργέτις και κακεργάτις (Α) (ως σκωπτικό όνομα τού Πτολεμαίου Ζ σε αντίθεση με τον Πτολεμαίο Β τον Ευεργέτη) αυτός που εργάζεται το κακό, κακοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακο ερ γός (< κακ(ο)* + ἔργον), πρβλ. ευ εργέτης (βλ … Dictionary of Greek