Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

εὐ-εργέτης

См. также в других словарях:

  • παντεργέτης — και παντεργάτης, ὁ, ΜΑ αυτός που κατασκευάζει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παντεργέτης < παντ(ο) * + εργέτης (< ἔργον + επίθημα έτης, πρβλ. οἰκ έτης οἶκος), πρβλ. κακ εργέτης, παν εργέτης, ενώ ο τ. παντεργάτης < παντ(ο) * + ἐργάτης] …   Dictionary of Greek

  • πανεργέτης — ὁ, Α (ως επίθετο τού Διός) αυτός που πράττει, τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εργέτης (< ἔργον + επίθημα έτης, πρβλ. οἰκ έτης: οἶκος), πρβλ. κακ εργέτης] …   Dictionary of Greek

  • ЭВЕРГЕТ —    • Ευεργέτης,          благодетель, в Греции почетный титул, который часто давался в соединении с проксенией и другими привилегиями иностранцам, оказавшим большие услуги государству …   Реальный словарь классических древностей

  • РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… …   Реальный словарь классических древностей

  • κακεργέτης — και κακεργάτης, ὁ, θηλ. κακεργέτις και κακεργάτις (Α) (ως σκωπτικό όνομα τού Πτολεμαίου Ζ σε αντίθεση με τον Πτολεμαίο Β τον Ευεργέτη) αυτός που εργάζεται το κακό, κακοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακο ερ γός (< κακ(ο)* + ἔργον), πρβλ. ευ εργέτης (βλ …   Dictionary of Greek

  • κακοεργέτις — κακοεργέτις, ἡ (Α) αυτή που κάνει το κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. ενός αμάρτ. *κακοεργέτης (πρβλ. κακεργέτης) < κακο εργός (< κακ(ο) * + ἔργον), πρβλ. ευ εργέτης] …   Dictionary of Greek

  • καλοεργέτις — καλοεργέτις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που κάνει το καλό («καλοεργέτις ψυχή», Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + εργέτις (θηλ. τού εργετης < εργός < ἔργον), πρβλ. ευ εργέτις, κακο εργέτις] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»