-
1 παντ-εργέτης
παντ-εργέτης, ὁ, = πανεργέτης, Sp.
-
2 παντ-ευ-εργέτης
παντ-ευ-εργέτης, ὁ, der Allen wohlthut, Sp.
-
3 παν-εργέτης
παν-εργέτης, ὁ, der Alles Bewirkende, Διὸς πανεργέτα, Aesch. Ag. 1465.
-
4 παν-ευ-εργέτης
παν-ευ-εργέτης, ὁ, sehr wohlthuend, Sp.
-
5 συν-εργέτης
συν-εργέτης, ὁ, = συνεργάτης (?).
-
6 κακ-εργέτης
κακ-εργέτης, ὁ, der Bösethuende, Ath. IV, 184 c.
-
7 εὐ-εργέτης
εὐ-εργέτης, ὁ, der gut thut, der Wohlthäter, auch adj. ἀνήρ, Pind. Ol. 2, 104; Soph. Ant. 284; βροτοῖσι Eur. Herc. Für. 1252, wie Her. 6, 30; γῆς Eur. Rhes. 151; Plat. u. A.; bes. ein Ehrentitel der Männer, die sich um den Staat Verdienste erworben haben, bei den Persern εὐεργέτης βασιλῆος ἀνεγράφη, Her. 8, 85; so Plat. μέγιστος εὐεργ. παρ' ἐμοὶ ἀναγεγράψει Gorg. 506 c; Xen. Hell. 6, 1, 4 πρόξενος ὑμῶν ὢν καὶ εὐεργ. ἐκ πάντων προγόνων; Vect. 3, 11; Inscr. 84. 1052. Vgl. εὐεργεσία.
-
8 ἀντ-ευ-εργέτης
ἀντ-ευ-εργέτης, ὁ, Einer, der Wohlthaten erwidert, Schol. Ap. Rh. 2, 321.
-
9 ἀντευεργέτης
ἀντ-ευ-εργέτης, einer, der Wohltaten erwidert -
10 εὐεργέτης
εὐ-εργέτης, ὁ, der gut tut, der Wohltäter; bes. ein Ehrentitel der Männer, die sich um den Staat Verdienste erworben haben -
11 κακεργέτης
κακ-εργέτης, ὁ, der Bösetuende -
12 πανεργέτης
παν-εργέτης, ὁ, der alles Bewirkende -
13 πανευεργέτης
παν-ευ-εργέτης, ὁ, sehr wohltuend -
14 παντευεργέτης
παντ-ευ-εργέτης, ὁ, der allen wohltut
См. также в других словарях:
παντεργέτης — και παντεργάτης, ὁ, ΜΑ αυτός που κατασκευάζει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παντεργέτης < παντ(ο) * + εργέτης (< ἔργον + επίθημα έτης, πρβλ. οἰκ έτης οἶκος), πρβλ. κακ εργέτης, παν εργέτης, ενώ ο τ. παντεργάτης < παντ(ο) * + ἐργάτης] … Dictionary of Greek
πανεργέτης — ὁ, Α (ως επίθετο τού Διός) αυτός που πράττει, τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εργέτης (< ἔργον + επίθημα έτης, πρβλ. οἰκ έτης: οἶκος), πρβλ. κακ εργέτης] … Dictionary of Greek
ЭВЕРГЕТ — • Ευεργέτης, благодетель, в Греции почетный титул, который часто давался в соединении с проксенией и другими привилегиями иностранцам, оказавшим большие услуги государству … Реальный словарь классических древностей
РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… … Реальный словарь классических древностей
κακεργέτης — και κακεργάτης, ὁ, θηλ. κακεργέτις και κακεργάτις (Α) (ως σκωπτικό όνομα τού Πτολεμαίου Ζ σε αντίθεση με τον Πτολεμαίο Β τον Ευεργέτη) αυτός που εργάζεται το κακό, κακοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακο ερ γός (< κακ(ο)* + ἔργον), πρβλ. ευ εργέτης (βλ … Dictionary of Greek
κακοεργέτις — κακοεργέτις, ἡ (Α) αυτή που κάνει το κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. ενός αμάρτ. *κακοεργέτης (πρβλ. κακεργέτης) < κακο εργός (< κακ(ο) * + ἔργον), πρβλ. ευ εργέτης] … Dictionary of Greek
καλοεργέτις — καλοεργέτις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που κάνει το καλό («καλοεργέτις ψυχή», Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + εργέτις (θηλ. τού εργετης < εργός < ἔργον), πρβλ. ευ εργέτις, κακο εργέτις] … Dictionary of Greek