-
1 εὐ-διά-χυτος
εὐ-διά-χυτος, leicht in Fluß zu bringen, aus einander zu gießen, ὕδωρ εὐδ. κα ἀπαγὲς καὶ ἀσύστατον Plut. de prim. frig. 11; von der Luft, id.; – leicht zu verdauen, Arist. probl. 1, 42; von der Erde, locker.
-
2 ἀ-διά-χυτος
ἀ-διά-χυτος, nicht zerfließend, Hippocr.; Longin. 34, 3 von Demosthenes gedrängtem Styl.
-
3 ἀδιάχυτος
ἀ-διά-χυτος, nicht zerfließend od. zerflossen, nicht lang; von Demosthenes gedrängtem Stil -
4 εὐδιάχυτος
εὐ-διά-χυτος, leicht in Fluß zu bringen, aus einander zu gießen; leicht zu verdauen; von der Erde: locker
См. также в других словарях:
λεπτόχυτος — λεπτόχυτος, ον (Μ) ο λεπτά χυμένος, διάχυτος, λεπτός, αραιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + χυτός (< χύνω), πρβλ. διά χυτος] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek