-
1 διά-λυτος
-
2 εὐ-διά-λυτος
εὐ-διά-λυτος, leicht aufzulösen, zu trennen; φιλία Arist. eth. 8, 3; γαλεάγραι Strab. VI, 273; Ἑλλὰς ἀσϑενὴς καὶ εὐδ. Plut. Philp. 8; leicht zu versöhnen, Pol. 29, 5, 5; – leicht zu verdauen, von Speisen, Ath. III, 87 e; – leicht zu widerlegen, Rhett.
-
3 δυς-διά-λυτος
δυς-διά-λυτος, schwer aufzulösen, zu trennen; τάξις Pol. 1, 26, 16; Plut.; schwer zu versöhnen, Arist. Eth. 4, 5, 11; von Speisen, Ath. II, 53 f.
-
4 ἀ-διά-λυτος
-
5 διάλυτος
διά-λῠτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάλυτος
-
6 διάλυτος
διά-λυτος, aufgelöst, zerstört -
7 διαλυτος
I.31) подверженный распаду, тленный(θνητὸς καὴ δ. Plat.)
2) разбирающийся, разборный(κλίμακες Plut.)
II.21) расшатавшийся, разболтавшийся(ἁρμογαί Luc.)
2) расслабленный, истощенный(ἐξ ἀφροδισίων καὴ οἴνου Plut.)
-
8 ἀδιάλυτος
-
9 δυςδιάλυτος
δυς-διά-λυτος, schwer aufzulösen, zu trennen; schwer zu versöhnen; von Speisen -
10 εὐδιάλυτος
εὐ-διά-λυτος, leicht aufzulösen, zu trennen; leicht zu versöhnen; leicht zu verdauen (von Speisen); leicht zu widerlegen, Rhett.
См. также в других словарях:
ιππόλυτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της αμαζόνας Αντιόπης ή Ιππολύτης, ήρωας που θεοποιήθηκε στην Τροιζήνα, όπου τον ανέθρεψε ο παππούς του Πιτθέας. Ζούσε λατρεύοντας την Άρτεμη και κυνηγώντας. Η Αφροδίτη όμως ζήλεψε και έκανε τη… … Dictionary of Greek