-
1 προς-αυξής
προς-αυξής, ές, noch dazu wachsend, Theophr., zw.
-
2 προ-αυξής
-
3 παλιν-αυξής
παλιν-αυξής, ές, wieder wachsend, περιωπή, Theaet. Schol. 4 ( Plan. 221) u. öfter bei Nonn., z. B. D. 9, 159. 25, 541.
-
4 πολυ-αυξής
πολυ-αυξής, ές, sehr gewachsen, groß, Nic. Ther. 73. 597.
-
5 εὐ-αυξής
εὐ-αυξής, ές, leicht, schnell wachsend, zunehmend, Arist. H. A. 1, 13 u. öfter, wie Tieophr.; compar. εὐαυξέστερος, Arist. part. an. 3, 12.
-
6 δυς-αυξής
-
7 μῡελ-αυξής
μῡελ-αυξής, ές, Mark vermehrend, τροφή, Hesych., wo aber μυελαύξῃ steht.
-
8 ἀν-αυξής
-
9 ἐπ-αυξής
-
10 οὖρος
οὖρος, ὁ (ΟΡ, ὄρνυμι, nicht mit Coray Heliod. 2, p. 345 von αὔρα abzuleiten), der in Bewegung setzende, günstige Wind, Fah cwt nd; τοῖσιν δ' ἴκμενον οὖρον ἵει Ἀπόλλων, Il. 1, 479, wie Od. 2, 420; οὖρον δὲ προέηκεν ἀπήμονά τε λιαρόν τε, 5, 268, öfter; ἡμῖν δ' αὖ μετόπισϑε νεὸς ἴκμενον οὖρον ἵει πλησίστιον, ἐσϑλὸν ἑταῖρον, Od. 11, 7. 12, 149; ἔσβη οὖρος, der gute Wind ging aus, 3, 183; auch im plur., 4, 360; vom heftigen Winde, Sturm, λάβρον, ἐπαιγίζοντα δι' αἰϑέρος, 15, 293, vgl. Il. 14, 19; vgl. Ap. Rh. 2, 900, ζεφύ-ρου μέγας οὖρος ἄητο; – ἂψ δὲ ϑεοὶ οὖρον στρέψαν, Od. 4, 520, die Götter wandten den Wind rückwärts, zum günstigen Fahrwinde. – So auch Pind. und Tragg.; πομπαῖον ἐλϑεῖν οὖρον, Pind. P. 1, 34, der es oft übrtr. braucht, ἔγειρ' ἐπέων οὖρον λιγύν Ol. 9, 51, αὔξῃς οὖρον ὕμνων P. 4, 3, εὔϑυν' ἐπέων οὖρον εὐκλεῖα N. 6, 29; μένουσι πρύμνηϑεν οὖρον, Eur. Troad. 20; κατ' οὖρον, Andr. 555; ἴτω κατ' οὖρον, mit günstigem Winde gehe es, Aesch. Spt. 672, wie Pers. 473 von den fliehenden Schiffen gesagt ist κατ' οὖρον οὐκ εὔκοσμον αἴρονται φυγήν; übertr. Spt. 836 γόων κατ' οὖρον ἐρέσσετ' ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν πίτυλον, von dem Schlagendes Hauptes u. der Brust, zum Zeichen der Wehklage; – übh. Glück, glückliche Gelegenheit, Soph. Phil. 844, Schol. ὁ ἐπιτήδειος καιρός, wie Tr. 468, ταῦτα μὲν ῥείτω κατ' οὖρον, vgl. 812. – Seltener in Prosa; ἀπόπεμπε κατ' οὖρον, Her. 4, 163, im Orakel; Xen. Hell. 2, 3, 31 u. bei Sp., wie Luc. Tox. 7.
-
11 ἀναυξής
ἀν-αυξής, nicht vermehrend; nicht gedeihlich; nicht wachsend -
12 δυςαυξής
δυς-αυξής, ές u. δυς-αύξητος, schwer wachsend -
13 ἐπαυξής
ἐπ-αυξής, ές, zunehmend -
14 εὐαυξής
εὐ-αυξής, ές, leicht, schnell wachsend, zunehmend -
15 μῡελαυξής
μῡελ-αυξής, ές, Mark vermehrend -
16 παλιναυξής
παλιν-αυξής, ές, wieder wachsend -
17 πολυαυξής
πολυ-αυξής, ές, sehr gewachsen, groß -
18 προαυξής
προ-αυξής, ές, zunehmend an Größe -
19 προςαυξής
προς-αυξής, ές, noch dazu wachsend
См. также в других словарях:
αὔξης — αὔξη dimension fem gen sg (attic epic ionic) αὖξις fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔξῃς — αὔξη dimension fem dat pl (epic) αὐξάνω increase pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυελαυξής — μυελαυξής, ές (Α) αυτός που συμβάλλει στην αύξηση τού μυελού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυελός + αυξής (< αὐξάνω), πρβλ. νεο αυξής, πολυ αυξής] … Dictionary of Greek
ευαυξής — εὐαυξής, ές (ΑΜ) αυτός που αυξάνεται, που μεγαλώνει γρήγορα και εύκολα («εὐαυξέστερα γὰρ τὰ θήλεα τῶν ἀρρένων», Θεόφρ.) μσν. αυτός που μεγαλώνει καλά αρχ. 1. ο ψηλός 2. αυτός που έχει αυξημένο όγκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αυξής (< αύξω), πρβλ. αν… … Dictionary of Greek
νεοαυξής — νεοαυξής, ές (Α) νεοαύξητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + αυξής (< αὔξω), πρβλ. πολυ αυξής] … Dictionary of Greek
παλιναυξής — παλιναυξής, ές (Α) αυτός που αυξάνεται εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + αυξής (< αὔξω), πρβλ. ευ αυξής] … Dictionary of Greek
πολυαυξής — ές, Α 1. πολύ αυξημένος 2. μεγάλος σε μέγεθος («πολυαυξής μόσχος», Νικ.) 3. ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αυξής (< αὔξω), πρβλ. νεο αυξής] … Dictionary of Greek
προαυξής — ές, Α 1. αυτός που πήρε πλήρη ανάπτυξη, ο τελείως αυξημένος 2. ο σχετικός με ηλικιωμένα άτομα («νόσοι προαυξέες» νόσοι που προσβάλλουν ηλικιωμένα άτομα, Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + αυξής (< αὔξω), πρβλ. δυσ αυξής] … Dictionary of Greek
φιλαυξής — ους, ὁ, ἡ, Μ αυτός που αγαπά την αύξηση, που τείνει να αυξάνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αυξής (< αὔξω), πρβλ. πολυ αυξής] … Dictionary of Greek