-
1 εὐ-αρεστήριοι
εὐ-αρεστήριοι, ϑυσίαι, v. l. bei D. Hal. 1, 67. für ἀρεστήριοι, versöhnend.
-
2 εὐαρεστήριοι
См. также в других словарях:
αρεστήριος — ἀρεστήριος, α, ον (Α) ο ικετευτικός («ἀρεστήριοι θυσίαι» θυσίες που έχουν σκοπό να εξιλεώσουν κάποιον θεό). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρεστήρ < αρέσκω] … Dictionary of Greek