-
21 ξηρος
31) сухой(γαῖα Eur.; ὄμματα Aesch.; ἄνεμος Arph.; ὕλη Plat.)
ξηρέ δίψα Anth. — жгучая жажда;μέτρα ξηρά Plat. — меры сыпучих тел2) иссохший, изможденный(δέμας Eur.; πλῆθος ξηρῶν NT.)
3) суровый, простой(τρόποι Arph.)
4) скудный, бедныйπράγματα ξηρά Plut. — скудость, бедность, нужда
-
22 σταλασσω
1) лить по каплям, струить, ронять(δάκρυ Eur.)
2) струиться по каплямπᾶσιν ἐστάλασσ΄ ἱδρώς Eur. — со всех пот катился градом
-
23 φειδωλια
ἥ2) сбережения, накопленное(ὅ ἐμὸς ἱδρὼς καὴ φ. Arph.)
-
24 ίδρωτας
ίδρώτας [-ώς (-ώτος)] ο пот, испарина;γίνομαι μούσκεμα στον ίδρώτα — обливаться потом;
στάζουν τα ρούχα μου από τον ίδρώτα — обливаться потом, хоть рубашку выжимай;
γ
με τον ίδρώτα ( — или εν τω ίδρώτι) τού προσώπου μου — или με τον ίδρώτα μου — в поте лица;τό ψωμί το βγάζω με τον ίδρώτα μου — добывать хлеб в поте лица;
ο ίδρωτας του ετρεχε ποτάμι — пот катился с него градом;
μου τρως τον ίδρώτα μου — ты выжимаешь из меня все соки; — ты меня эксплуатируешь;
τον έκοψε κρύος ίδρωτας — или τον περιέλουσε κρύος ιδρώς — у него выступил холодный пот
-
25 2402
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2402
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ιδρώς — ἱδρώς, ό (ΑΜ) βλ. ιδρώτας … Dictionary of Greek
ἱδρώς — sweat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
’Ιδρώς τε μοι πεφιεχεῖτο υπ’ αἰδοῦς καὶ τοῦτο δὴ τὸ τοῦ λόγου χαινεῖν μοι τὴν γῆν, εὐχόμην ὀρῶτ… — См. Провалиться сквозь землю … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἱδρῶς — ἱ̱δρῶς , ἱδρόω sweat pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵδρως — ἵ̱δρως , ἱδρόω sweat imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἵ̱δρως , ἱδρόω sweat imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱδρῶτα — ἱδρώς sweat masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱδρῶτας — ἱδρώς sweat masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱδρῶτες — ἱδρώς sweat masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱδρῶτι — ἱδρώς sweat masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱδρῶτος — ἱδρώς sweat masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱδρώτοιν — ἱδρώς sweat masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)