-
1 пот
потм ὁ ίδρωτας, ὁ ἰδρώς:обливаться \потом γίνομαι μούσκεμα στον ἰδρώτα· \пот катился с него́ градом ὁ ἱδρώτας του ἐτρεχε ποτάμι· ◊ в \поте лица μέ τόν ἰδρώτα τοῦ προσώπου μου· трудиться до седьмого \пота μοῦ βγαίνει τό λαδι στή δουλειά.
См. также в других словарях:
ιδρώς — ἱδρώς, ό (ΑΜ) βλ. ιδρώτας … Dictionary of Greek
ἱδρώς — sweat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
’Ιδρώς τε μοι πεφιεχεῖτο υπ’ αἰδοῦς καὶ τοῦτο δὴ τὸ τοῦ λόγου χαινεῖν μοι τὴν γῆν, εὐχόμην ὀρῶτ… — См. Провалиться сквозь землю … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἱδρῶς — ἱ̱δρῶς , ἱδρόω sweat pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵδρως — ἵ̱δρως , ἱδρόω sweat imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἵ̱δρως , ἱδρόω sweat imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱδρῶτα — ἱδρώς sweat masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱδρῶτας — ἱδρώς sweat masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱδρῶτες — ἱδρώς sweat masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱδρῶτι — ἱδρώς sweat masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱδρῶτος — ἱδρώς sweat masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱδρώτοιν — ἱδρώς sweat masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)