-
1 μετ-άγκεια
μετ-άγκεια, ἡ, = μεσ-άγκεια, zw.
-
2 συν-άγκεια
συν-άγκεια, ἡ, = dem poet. μισγάγκεια, Bergschlucht od. Thalgrund, worin Waldbäche von allen Seiten zusammenlaufen; Leon. Tar. 31 (VI, 188); Pol. 18, 14, 5; Theophr.
-
3 εὐ-άγκεια
-
4 μισγ-άγκεια
μισγ-άγκεια, ἡ, eine Bergschlucht, wo die Bergströme von allen Seiten zusammenlaufen u. sich vermischen, Il. 4, 453, dem folgdn χαράδρα entsprechend.
-
5 μεσ-άγκεια
μεσ-άγκεια, ή, das Zwischenthal, Schlucht zwischen Bergen.
-
6 εὐάγκεια
εὐ-άγκεια, ἡ, schöne Talgegend, schöne Täler -
7 μεσάγκεια
μεσ-άγκεια, ή, das Zwischental, Schlucht zwischen Bergen -
8 μισγάγκεια
μισγ-άγκεια, ἡ, u. μισγ-άγκειον, τό, eine Bergschlucht, wo die Bergströme von allen Seiten zusammenlaufen u. sich vermischen -
9 συνάγκεια
συν-άγκεια, ἡ, Bergschlucht od. Talgrund, worin Waldbäche von allen Seiten zusammenlaufen
См. также в других словарях:
ἄγκεια — ἀνακαίω kindle aor ind act 1st sg (homeric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάγκεια — η, ΝΑ νεοελλ. διεθν. δίκ. η γραμμή που ακολουθεί ο μέσος ρους ποταμού ως σύνορο δύο παρόχθιων κρατών αρχ. κοίλος τόπος, φαράγγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + άγκεια (< αγκης < ἄγκος «ορεινή κοιλάδα»), πρβλ. ευάγκεια, μισγ άγκεια)] … Dictionary of Greek
μισγάγκεια — η (Α μισγάγκεια) η κατά μήκος μιας ποτάμιας κοίτης νοητή γραμμή που συνδέει όλα τα σημεία με το μέγιστο βάθος και διά μέσου τής οποίας γίνεται η ροή τού νερού αρχ. 1. τόπος όπου συναντώνται δύο ή περισσότερες κοιλάδες και όπου συγκεντρώνονται τα… … Dictionary of Greek