Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

εὐᾰρίθμητος

См. также в других словарях:

  • εὐαρίθμητος — easy to count masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευαρίθμητος — η, ο (Α εὐαρίθμητος, ον) 1. αυτός που αριθμείται εύκολα 2. ο ολιγάριθμος, αυτός που είναι μικρός κατά τον αριθμό («τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αριθμητός (< αριθμώ)] …   Dictionary of Greek

  • εὐαρίθμητον — εὐαρίθμητος easy to count masc/fem acc sg εὐαρίθμητος easy to count neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαριθμήτοις — εὐαρίθμητος easy to count masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαριθμήτου — εὐαρίθμητος easy to count masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαριθμήτους — εὐαρίθμητος easy to count masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαριθμήτων — εὐαρίθμητος easy to count masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαριθμήτῳ — εὐαρίθμητος easy to count masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαρίθμητα — εὐαρίθμητος easy to count neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαρίθμητοι — εὐαρίθμητος easy to count masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαρίθμητ' — εὐαρίθμητα , εὐαρίθμητος easy to count neut nom/voc/acc pl εὐαρίθμητε , εὐαρίθμητος easy to count masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»