-
1 rast
ευθύς -
2 otevřeně
ευθύς -
3 direkt
ευθύς, άμεσος, κατευθείαν -
4 virajsız
ευθύς, χωρίς στροφές -
5 прямой
1. (ровно вытянутый в каком-л. направлении, без изгибов) ίσιος, ευθύς 2. (обеспечивающий непосредственную связь с кем-, чем-л.) άμεσος 3. (непосредственный, без промежуточных ступеней) άμεσος, ευθύς 4. (откровенный, правдивый) ειλικρινής, ευθύς 5. (явный, открытый) φανερός, πασίδηλος, πασιφανής, ολοφάνερος 6. (несомненный, безусловный, очевидный) πραγματικός, γνήσιος, άμεσος, αληθινός 7. мат. ορθ/ός 8. грам. άμεσ/ος 9. (мед., анат.) ορθ/ός- ая кишка - ό έντερο, το ορθόν.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прямой
-
6 Straight
adj.Opposed to crooked: P. and V. εὐθύς.Direct: P. and V. εὐθύς, ὀρθός.Tidy: see Tidy.——————adv.Of direction: P. and V. εὐθύ, εὐθύς (rare).Straight for: Ar. and P. εὐθύ (gen.), V. εὐθύς (gen.).Lamachus said they ought to sail straight for Syracuse: P. Λάμαχος ἄντικρυς ἔφη χρῆναι πλεῖν ἐπὶ Συρακούσας (Thuc. 6, 49).Straight on: P. πόρρω, V. πρόσω, πόρσω.Onward: P. and V. εἰς τὸ πρόσθεν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Straight
-
7 прямой
прям||ойприл1. εὐθύς, ίσιος:\прямойа́я линия ἡ εὐθεία γραμμή· \прямойа́я дорога ὁ ἰσιος δρόμος, ἡ εὐθεία Οδός· идти \прямойым путем πηγαίνω κατ' εὐθεΐαν·2. (непосредственный) ἄμεσος, κατ· εὐθεΐαν:\прямой налог ὁ ἄμεσος φόρος· \прямойые выборы οἱ ἐκλογές μέ ἄμεση ψηφοφορία· \прямойо́е сообщение ἡ ἀπ' εὐθείας συγκοινωνία· спальный вагон \прямойо́го сообщения ἡ κλινάμαξα (или τό βαγκόν-λι) κατ· εὐθεΐαν συγκοινωνίας·3. (настоящий, явный) καθαρός, πραγματικός:\прямой убыток ἡ καθαρή ζημία· \прямойая выгода τό καθαρό κέρδος· \прямойая необходимость ἡ ἄμεση ἀνάγκη·4. (о характере) εὐθύς, ντόμπρος/ εἰλικρινής (откровенный):\прямой человек εὐθύς (или ντόμπρος) ἀνθρωπος· ◊ \прямойа́я кишка анат. τό ἀπηυθυσμένον (или τό ὁρθόν) ἔντερον \прямой угол мат ἡ ὁρθή γωνία· \прямойая речь ὁ ἄμεσος λόγος· \прямойо́е дополнение гран. τό ἄμεσο[ν] ἀντικείμενο[ν]· в \прямойо́м смысле μέ τήν κυριολεκτική σημασία· вести огонь \прямойой наводкой воен. βομβαρδίζω μέ ἄμεση βολή· \прямойое попадание воен. κατ' εὐθεΐαν πάνω στό στόχο. -
8 как
επίρ., μόριο κ. σύνδ.I.επίρ.1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•
как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•
как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.
2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•
как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.
3. πόσο, τι, πάρα πολύ•как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•
как он глуп! τι ανόητος!•
ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•
как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•
он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•
отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.
4. όταν, πότε.5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.II.μόριο1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.III.(σύνδεσμος υποτακτικός).1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•
белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•
как прежде όπως πριν.
|| - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•в то время как στο μεταξύ•
как только ευθύς μόλις;•
перед тем как λίγο πριν να•
задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•
всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•
с тех поркак αφότου, από τότε που
4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.
|| (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.
|| πως ότι•они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.
εκφρ.как бы не – πως να μην•как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•как есть – απλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•как можно – όσο το δυνατό•как бы не так! – πως όχι!•как нельзя – όσο δεν παίρνει•как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•как скоро – παλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•как известно – όπως είναι γνωστό•как же так? – πως λοιπόν;•как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως. -
9 Directly
adv.Immediately: P. and V. εὐθύς, εὐθέως, ὡς τάχιστα, αὐτίκα, παραυτίκα, Ar. and P. παραχρῆμα; see Immediately.Expressly: P. διαρρήδην.Simply: P. and V. ἁπλῶς.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Directly
-
10 прямолинейный
1. (расположенный по прямой линии) ευθύγραμμος, ευθύς, ίσιος 2. (такой, который не скрывает своих взглядов, действует только в соответствии с ними) ευθύς, ειλικρινήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прямолинейный
-
11 немедленно
немедленно αμέσως, ευθύς* мы \немедленно выезжаем αμέσως φεύγουμε* * *αμέσως, ευθύςмы неме́дленно выезжа́ем — αμέσως φεύγουμε
-
12 откровенный
-
13 прямой
прямой 1) ίσιος, ευθύς 2) (непосредственный ) άμεσος 3) (правдивый) τίμιος, ειλικρινής* * *1) ίσιος, ευθύς2) ( непосредственный) άμεσος3) ( правдивый) τίμιος, ειλικρινής -
14 сразу
сразу 1) αμέσως, ευθύς 2) (одновременно) συγχρόνως, ταυτόχρονα* * *1) αμέσως, ευθύς2) ( одновременно) συγχρόνως, ταυτόχρονα -
15 тотчас
-
16 лишь
лишь1. частица (только) μόνον, μονάχα:иехвата́ет \лишь одного δνα μονάχα λείπει·2. союз (едва, как только) μόλις, εὐθύς ὠς:\лишь только (αμέσως) μόλις, εὐθύς ὠς· \лишь только он вошел μόλις μπήκε. -
17 прямодушный
прямоду́ш||ныйприл εὐθύς, ντόμπρος:\прямодушныйный человек ἄνθρωπος εὐθύς. -
18 прямолниейный
прямолниейн||ыйприл1. εὐθύγραμμος, εὐθύς·2. перен εὐθύς. -
19 direct
[di'rekt] 1. adjective1) (straight; following the quickest and shortest way: Is this the most direct route?) ευθύς, άμεσος2) ((of manner etc) straightforward and honest: a direct answer.) ευθύς,ντόμπρος3) (occurring as an immediate result: His dismissal was a direct result of his rudeness to the manager.) άμεσος4) (exact; complete: Her opinions are the direct opposite of his.) εντελώς,ακριβώς5) (in an unbroken line of descent from father to son etc: He is a direct descendant of Napoleon.) κατευθείαν2. verb1) (to point, aim or turn in a particular direction: He directed my attention towards the notice.)2) (to show the way to: She directed him to the station.)3) (to order or instruct: We will do as you direct.)4) (to control or organize: A policeman was directing the traffic; to direct a film.)•- directional
- directive
- directly
- directness
- director
- directory -
20 открытый
επ. από μτχ.1. ανοιχτός•-ое окно ανοιχτό παράθυρο.
2. απροκάλυπτος•-ая местность ανοιχτό μέρος.
|| ακάλυπτος, απροστάτευτος•открытый фланг (στρατ.) ακάλυπτο πλευρό.
3. ακάλυπτος, ασκέπαστος•открытый автобус ανοιχτό λεωφορείο.
4. γυμνός•-ая шя γυμνός λαιμός.
|| έξωμος, ξελαιμιστός, ντεκολτέ• σχιστός•открытый ворот ανοιχτός γιακάς•
блуза с -ми рукавами μπλούζα με σχιστά μανίκια.
5. ελεύθερος (εισόδου)•открытый судебный про-цсс δικαστήριο με ανοιχτές τις θύρες•
-ое партийное собрание ανοιχτή κομματική συνέλευση.
6. ειλικρινής, ανυπόκριτος• ευθύς•с -ым сердцем με ανοιχτή καρδιά•
открытый характер ευθύς χαρακτήρας.
7. του είδους, της μορφής•-ая форма туберкулза ανοιχτή μορφή φυματίωσης.
8. μτφ. φανερός, έκδηλος, δεδηλωμένος.εκφρ.открытый вопрос – ανοιχτό (άλυτο) ζήτημα•- ое голосование – ανοιχτή (φανερή) ψηφοφορία•лоб – ανοιχτό (μεγάλο) μέτωπο•- ое море – ανοιχτή θάλασσα (ελευθεροπλοία)•выйти в -ое море – βγαίνω στ ανοιχτά (σε ανοιχτό πέλαγος)•- ое письмо – α) ανοιχτό (ασφράγιστο) γράμμα, β) ανοιχτό (δημοσιευόμενο) γράμμα•- ая рана – ανοιχτή πληγή (μη επουλωμένη)•открытый слог – φωνηεντόληκτη συλλαβή•в -ую – ανοιχτά, φανερά (όχι στα κρυφά)•под -ым небом – στο ύπαιθρο•с -ми глазами – έχοντας πλήρη επίγνωση (σκοπού, καθήκοντος κ.τ.τ.) συνειδητά•в -ом поле – στο ύπαιθρο.
См. также в других словарях:
εὐθύς — 1 straight masc nom sg εὐθύς 2 straight indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθύς — και ευτύς επίρρ. χρον., αμέσως, χωρίς καθυστέρηση ή αναβολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Εὖθυς — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθύς — εία, ύ (ΑΜ εὐθύς, εῑα, ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς) 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.) 2. (με ηθ. έννοια)… … Dictionary of Greek
ευθύς, -εία, -ύ — 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση της ευθείας, αλλ. ευθύγραμμος, ίσιος. 2. μτφ., ο χωρίς περιστροφές, ο ειλικρινής, ο τίμιος: Άνθρωπος ευθύς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Εὐθὺς γὰρ ἡμάρτηκεν οὐράνιον ὅσον. — См. Как небо от земли … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κεὐθύς — εὐθύς , εὐθύς 1 straight masc nom sg εὐθύς , εὐθύς 2 straight indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθύ — εὐθύς 1 straight masc voc sg εὐθύς 1 straight neut nom/voc/acc sg εὐθύς 2 straight indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθέα — εὐθύς 1 straight neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἰθέᾱ , εὐθύς 1 straight fem nom/voc/acc dual (epic ionic) εὐθύς 1 straight fem nom/voc sg (epic ionic) ἰθύς 1 straight neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἰθέᾱ , ἰθύς 1 straight fem nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυτέρων — εὐθύς 1 straight fem gen pl εὐθύς 1 straight masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθύτερον — εὐθύς 1 straight masc acc sg εὐθύς 1 straight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)