-
1 ευθύδικος
-
2 εὐθύδικος
-
3 ευθυδικος
-
4 ευθύδικος
η, ο [ος, ον ] правильный, справедливый (о суждении, решении, приговоре) -
5 εὐθύδικος
εὐθῠ-δῐκος, ον,II εὐθύδικον, τό, = εὐθυδικία, IG5(2).357.25 (Stymphalus, iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐθύδικος
-
6 εὐθύδικος
εὐθύ-δικος, gerad, gerecht richtend, gerecht -
7 ευθυδίκω
εὐθύδικοςrighteous-judging: masc /fem /neut nom /voc /acc dualεὐθύδικοςrighteous-judging: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)——————εὐθύδικοςrighteous-judging: masc /fem /neut dat sg -
8 ευθυδικαιος
-
9 ευθύδικον
εὐθύδικοςrighteous-judging: masc /fem acc sgεὐθύδικοςrighteous-judging: neut nom /voc /acc sg -
10 εὐθύδικον
εὐθύδικοςrighteous-judging: masc /fem acc sgεὐθύδικοςrighteous-judging: neut nom /voc /acc sg -
11 εὐθυ-δίκης
εὐθυ-δίκης, ὁ, ἡ, nur wegen εὐϑυδίκαι angenommen, s. εὐϑύδικος.
-
12 ευθυδίκοισι
-
13 εὐθυδίκοισι
-
14 ευθυδίκου
-
15 εὐθυδίκου
-
16 ευθυδίκωι
-
17 εὐθυδίκωι
-
18 ευθυδίκων
-
19 εὐθυδίκων
-
20 ευθύδικοι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εὐθύδικος — righteous judging masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθύδικος — η, ο (ΑΜ εὐθύδικος, ον) αυτός που κρίνει σωστά, αυτός που δικάζει δίκαια αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθύδικον η ευθυδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + δικος < δίκη (πρβλ. ά δικος, κατά δικος)] … Dictionary of Greek
εὐθυδίκω — εὐθύδικος righteous judging masc/fem/neut nom/voc/acc dual εὐθύδικος righteous judging masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθύδικον — εὐθύδικος righteous judging masc/fem acc sg εὐθύδικος righteous judging neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυδίκοισι — εὐθύδικος righteous judging masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυδίκου — εὐθύδικος righteous judging masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυδίκων — εὐθύδικος righteous judging masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυδίκῳ — εὐθύδικος righteous judging masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθύδικοι — εὐθύδικος righteous judging masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… … Dictionary of Greek