Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

εὐϑέως

  • 1 пропорционально

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пропорционально

  • 2 пропорциональный

    1. (обладающий соразмерностью частей) ανάλογος, αναλογικός 2. мат. ανάλογος

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пропорциональный

  • 3 прямо

    1. (ровно, без изгиба) ίσια 2. (по прямой линии) ευθεία, ίσια 3 (непосредственно) άμεσα 4. (немедленно, минуя промежуточные стадии, пункты) ευθέως 5 (открыто) ανοιχτά, ξεκάθαρα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прямо

  • 4 отношение

    отношени||е
    с
    1. ἡ στάση, ἡ σχέση προς.../ τό φέρσιμο, ἡ συμπεριφορά (об-хоокдение):
    бережное \отношение ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα· небрежное \отношение ἡ ἀμέλεια, ἡ ἀδιαφορία·
    2. (связь, касательство) ἡ σχέση [-ις[:
    не имея \отношениея к чему-л. δέν ἔχω σχέση μέ...· какое это имеет \отношение к...? καί τί σχέση ἔχει αὐτό μέ..;·
    3. \отношениея мн. (взаимное общение, связь) οἱ σχέσεις:
    производственные \отношениея οἱ παραγωγικές σχέσεις· деловые \отношениея οἱ ἐμπορικές σχέσεις· родственные \отношениея ἡ συγγένεια· дружеские \отношениея οἱ φιλικές σχέσεις· завязы-бать \отношениея συνάπτω σχέσεις·
    4. мат ὁ λόγος, ἡ ἀναλογία, ἡ σχέσις δύο ποσῶν. в прямом (обратном) \отношениеи εὐθέως (αντιστρόφως) ἀνάλογα·
    5. канц. τό ἐγγραφο, τό ὑπόμνημα· ◊ по \отношениею.к кому́-л., че-му́-л., в \отношениеи кого-л., чего́-л. σχετικά μέ, σέ σχέση μέ· в этом \отношениеи σχετικά μ' αὐτό· во многих \отношениеях ἀπό πολλες ἀπόψεις· во всех \отношениеях ἀπ' ὀλες τίς ἀπόψεις· ни в каком \отношениеи κατ' οὐδένα λόγον, μέ κανένα τρόπο.

    Русско-новогреческий словарь > отношение

  • 5 напрямик

    επίρ.
    1. κατ ευθεία, (στα);ίσια, γραμμή, ευθέως•

    идти напрямик πηγαίνω κατ ευθεία.

    2. μτφ. ανοιχτά, καθαρά, ξεκάθαρα, σταράτα.

    Большой русско-греческий словарь > напрямик

  • 6 обиняк

    α. παλ.
    νύξη, νυγμός, υπαινιγμός, παραπετριά κεντιά, πάρθιο βέλος• ακροβολισμός.
    εκφρ.
    без -ов – χωρίς υπαινιγμούς κλπ. ουσ., ευθέως, απερίφραστα, χωρίς περιστροφές, νέτα-σκέτα.

    Большой русско-греческий словарь > обиняк

  • 7 отношение

    ουδ.
    1. συμπεριφορά, φέρσιμο, διαγωγή•

    хорошее отношение к детям καλή συμπεριφορά προς τα παιδιά.

    || στάση σχέση•

    б-режное отношение к социалистической собственности μέριμνα (φροντίδα) για τη σοσιαλιστική περιουσία (ιδιοκτησία)•

    небрежное отношение αμερημνη-σία, αμέλεια, αδιαφορία.

    || άποψη, έννοια, αντίληψη• θέση στάση.
    2. (πλ θ.) -я σχέσεις, δεσμοί•

    семейные -я οικογενειακές σχέσεις•

    дружеские -я φιλικές σχέσεις•

    производственные -я παραγωγικές σχέσεις•

    в -и σχετικά, ως προς•

    общественные -я κοινωνικές σχέσεις•

    в каких вы с ним -ях? σε τι σχέσεις βρίσκεστε μ αυτόν; τι σχέσεις έχετε μαυτόν;

    γνωριμία (με επαγγέλματα, ειδικότητα κ.τ.τ.).
    3. αλληλοσύνδεση•

    отношение мышления к бытию η σχέση της σκέψης προς την αντικειμενικότητα (προς το είναι).

    4. έκθεση, αναφορά.
    5. (μαθ.) λόγος, αναλογία ποσού•

    в прямом -ии ευθέως ανάλογα•

    в обратном -ии αντιστρόφως ανάλογα.

    εκφρ.
    по -ию – αναφορικά, σχετικά, όσον αφορά, ως προς•
    в некотором -ии – κάπως, από μια άποψη, από μια πλευρά, εν μέρει•
    во всех -ях – σε όλα, από όλες τις απόψεις•
    в -ииβλ. παραπάνω•
    по -иго во многих -ях – από πολλές απόψεις•
    ни в каком -и – καθόλου, με κανένα τρόπο,.

    Большой русско-греческий словарь > отношение

  • 8 прямиком

    επίρ.
    ευθέως, ίσια, ολόισια. || μτφ. ανοιχτά, ξεκάθαρα, ασυγκαλυπτα.

    Большой русско-греческий словарь > прямиком

  • 9 прямить

    -млю, -мишь ρ.δ.
    1. ευθειάζω, ευ-θυοποιώ, ισιάζω, ισιώνω.
    2. παλ. μιλώ ή ενεργώ ευθέως, απερίφραστα• ανοιχτά, ξεκάθαρα, σταράτα.

    Большой русско-греческий словарь > прямить

  • 10 прямо

    επίρ.
    ευθέως, κατ ευθεία• ολόισια•

    идите прямо, потом сверните налево πηγαίνετε κατ ευθεία, μετά στρίψτε αριστερά•

    я еду прямо в Афины πηγαίνω κατ ευθεία στην Αθήνα•

    он заглянул прямо в глаза αυτός κοίταξε κατάματα.

    || ορθά, ευθυτενώς•

    стоять прямо στέκομαι ορθά (όρθια).

    || ανοιχτά, ξεκάθαρα, σταράτα•

    отвечай прямо απάντα ξεκάθαρα.

    || (μόριο επιτακ.) πραγματικά, αλήθεια•

    он прямо герой είναι πραγματικά ήρωας.

    || εντελώς, τελείως, ολωσδιόλου•

    прямо противоположный εντελώς αντίθετος.

    εκφρ.
    прямо-таки – πραγματικά, αλήθεια•
    прямо! – αμ πως! αμ πως δα! τι λες!

    Большой русско-греческий словарь > прямо

  • 11 ровно

    επίρ.
    1. ομαλά.
    2. ευθέως, ίσα.
    3. κανονικά, χωρίς διακυμάνσεις.
    4. ακριβώς, α-κρίβεκχ•

    ровно пять дней ακριβώς πέντε μέρες•

    ровно два часа ακριβώς δυό ώρες•

    ровно десять рублей ακριβώς δέκα ρούβλια.

    5. εντελώς, τελείως• απόλυτα•

    он ровно ничего не понял αυτός τίποτε απολύτως δεν κατάλαβε.

    6. όμοια, σαν, ωσάν, σάμπως.
    7. (διαλκ.)• παρνθ. λ. φαίνεται, κατ εμένα.

    Большой русско-греческий словарь > ровно

  • 12 свеча

    -й, πλθ. свечи, свеч
    κ. свечей θ.
    1. κερί, κηρί• λαμπάδα•

    стеариновая свеча στεατο-κήριο, σπερματσέτο•

    восковая свеча κερί, λαμπάδα κέρινη.

    2. (ιατρ.) το υπόθετο.
    3. (τεχ.)• σπινθηρ ιστής, μπουζί•

    запальная свеча σπινθήρων πώμα, μπουζί.

    4. μονάδα μέτρησης•

    лампа в сорок -ей λάμπα σαράντα κηριών.

    5. κάθετη πτήση, πέταγμα (για τόπι, αεροπλάνο κ.τ.τ.). || ως επίρ. -όΆ κάθετα, ευθέως προς τα άνω.

    Большой русско-греческий словарь > свеча

  • 13 Anon

    adv.
    Afterwards: P. and V. ἔπειτα, ὕστερον, V. μεθύστερον.
    Immediately: P. and V. αὐτκα, παραυτκα, εὐθς, εὐθέως, Ar. and P. παραχρῆμα.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Anon

  • 14 At

    prep.
    Of place: P. and V. ἐπ (dat.), πρός (dat.), παρ (dat.), ἐν (dat.).
    Of time: use P. and V. dat. or ἐν and dat.
    Of price: use P. and V. gen.
    Against: P. and V. ἐπ (acc. or dat.), πρός (acc.), εἰς (acc.).
    (Rejoice, be angry, etc.) at: P. and V. ἐπ (dat.).
    ( Mock) at: P. and V. ὑβρίζειν (εἰς, acc.).
    ( Throw or aim) at: use gen.
    Not at all: P. and V. ἀρχὴν οὐ, P. οὐχ ὅλως, Ar. and P. οὐ τὸ παρπαν, V. οὐ τὸ πᾶν; see under All.
    At enmity: P. and V. διʼ ἔχθρας.
    At hazard: P. and V. τχῃ, P. κατὰ τύχην.
    At home: P. and V. οἴκοι, κατʼ οἶκον, ἔνδον, V. ἐν δόμοις; see under Home.
    At once: P. and V. εὐθύς, εὐθέως, αὐτκα, παραυτκα, Ar. and P. παραχρῆμα; see Immediately.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > At

  • 15 Directly

    adv.
    Straight: P. and V. εὐθ, εὐθς (rare).
    Directly towards: Ar. and P. εὐθ (gen.). V. εὐθς (gen.).
    Immediately: P. and V. εὐθς, εὐθέως, ὡς τχιστα, αὐτκα, παραυτκα, Ar. and P. παραχρῆμα; see Immediately.
    Expressly: P. διαρρήδην.
    Simply: P. and V. ἁπλῶς.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Directly

  • 16 Immediately

    adv.
    P. and V. αὐτκα, παραυτκα, αὐτόθεν, εὐθύς, εὐθέως, Ar. and P. παραχρῆμα, V. φαρ (rare).
    Quickly: P. and V. τχα, ὡς τχιστα; see Quickly.
    Those immediately concerned: P. οἱ μάλιστα προσήκοντες.
    Adjoin immediately: P. εὐθὺς ἔχεσθαι (gen.) (Thuc. 8, 90).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Immediately

  • 17 Instantly

    adv.
    Importunately: P. λιπαρῶς; see Importunately.
    Immediately: P. and V. αὐτκα, παραυτκα, αὐτόθεν, εὐθύς, εὐθέως, Ar. and P. παραχρῆμα, V. φαρ (rare).
    Quickly: P. and V. τχα, ὡς τχιστα; see Quickly.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Instantly

  • 18 Minute

    adj.
    P. and V. μικρός σμικρός, βραχς; see Small.
    Exact: P. and V. ἀκριβής.
    ——————
    subs.
    Small space of time: P. καρὲς χρόνου; see Moment.
    In a minute, presently: P. and V. αὐτκα, Ar. and P. αὐτκα δὴ μλα, αὐτκα μλα.
    Immediately: P. and V. εὐθύς, ἐυθέως; see Immediately.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Minute

  • 19 Moment

    subs.
    The right moment: P. and V. καιρός, ὁ.
    Small space of time: Ar. καρὲς χρόνου.
    He expected that they would not keep still a moment: P. (ἤλπιζεν) οὐδένα χρόνον ἡσυχάσειν αὐτούς (Thuc. 2, 84).
    At the very moment: P. and V. αὐτκα, Ar. and P. αὐτόθεν.
    In a moment: P. and V. αὐτκα, Ar. and P. αὐτκα δὴ μλα.
    At once: P. and V. εὐθύς, εὐθέως; see Immediately.
    For the moment: P. τὸ παραυτίκα.
    On the spur of the moment: P. and V. φαύλως, P. ἀπὸ βραχείας διανοίας (Thuc. 3. 36), ἐξ ἐπιδρομῆς, ἐξ ὑπογυίου.
    met., importance: P. and V. ῥοπή, ἡ.
    Be of moment, v.: P. and V. διαφέρειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Moment

  • 20 Promptly

    adv.
    Immediately: P. and V. αὐτκα, παραυτκα, εὐθύς, εὐθέως, Ar. and P. παραχρῆμα; see also Quickly.
    With zeal: P. and V. σπουδῇ, προθμως.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Promptly

См. также в других словарях:

  • εὐθέως — indeclform (adverb) εὐθής Righteous (Jashar adverbial (epic doric ionic aeolic) εὐθύς 1 straight adverbial εὐθύς 2 straight indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθέως — (ΑΜ ευθέως) επίρρ. βλ. ευθύς …   Dictionary of Greek

  • Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… …   Wikipedia

  • ευθύς — εία, ύ (ΑΜ εὐθύς, εῑα, ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς) 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.) 2. (με ηθ. έννοια)… …   Dictionary of Greek

  • σουλφόνωση — Βασική μέθοδος στη βιομηχανική χημεία (γνωστή και ως σουλφούρωση), η οποία συνίσταται στην εισαγωγή μιας σουλφοννκής ομάδας ( SO3H) σε μια οργανική ένωση. Στις κατά κυριολεξία σουλφονώσεις, η σουλφονική ομάδα ενώνεται απευθείας με ένα άτομο… …   Dictionary of Greek

  • βάσεις — Χημικές ενώσεις που χαρακτηρίζονται από την ικανότητα να διίστανται στα υδατικά διαλύματά τους δίνοντας τα υδροξύλια (ΟΗ), η συγκέντρωση των οποίων είναι ευθέως ανάλογη με την ισχύ της βάσης. Το φαινόμενο αυτό της ηλεκτρολυτικής διάστασης είναι… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • абие — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  нареч. (греч. παραχρῆμα) скоро, тотчас, вдруг (Исаии 30, 13.… …   Словарь церковнославянского языка

  • абиѥ — (857) нар. Тогда, тотчас; теперь: И тоу абиѥ отъкрышѩ || ѥдинъ. отъ златыхъ онѣхъ ларевъ. И начѩша искладати. срачицѣ и свиты цс҃рьскы˫а. Изб 1076, 272 272 об.; и абиѥ вьсѣмъ весла ѡ(т) роукоу испадоша. и вьси отъ страха омьртвѣша. СкБГ XII, 13г; …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • напрасно — (90) нар. 1. Неожиданно, внезапно, вдруг: въпросиша о пока˫авъшиихъсѧ. и напрасно ѹмьръшиихъ. Изб 1076, 248 об.; Ѥгда на поли льтьстьмь. сто˫аше кънѧже борисе. напрасно пристѹпиша орѹжьници незнаѥми. Стих 1156–1163, 106 об.; и абиѥ напрасно… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Matthew 4:20 — is the twentieth verse of the fourth chapter of the Gospel of Matthew in the New Testament. Jesus has just begun preaching in Galilee and has encountered the fishermen Simon Peter and Andrew. He has called them to join him as fishers of men, and… …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»