Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

εὐώδῑν

См. также в других словарях:

  • ευώδιν — εὐώδιν, ινος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που ωδίνει, που γεννά εύκολα, γόνιμος 2. επίθ. τής Δήμητρας 3. παθ. αυτός που γεννήθηκε εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ωδίν, ος «πόνος τοκετού»] …   Dictionary of Greek

  • εὐώδινα — εὐώδῑνα , εὐώδιν happy as a parent masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐώδινας — εὐώδῑνας , εὐώδιν happy as a parent masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐώδινες — εὐώδῑνες , εὐώδιν happy as a parent masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐώδινι — εὐώδῑνι , εὐώδιν happy as a parent masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐώδινος — εὐώδῑνος , εὐώδιν happy as a parent masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»