Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εὐόνειρος

См. также в других словарях:

  • ευόνειρος — εὐόνειρος, ον (Α) 1. αυτός που βλέπει ευχάριστα όνειρα 2. αυτός που φέρνει ευχάριστα όνειρα («εὐόνειρόν τε ᾔτει τὴν νύκτα», Ηλιόδ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐόνειρον το ευχάριστο όνειρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όνειρος / όνειρον] …   Dictionary of Greek

  • εὐόνειρος — having auspicious dreams masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐόνειρον — εὐόνειρος having auspicious dreams masc/fem acc sg εὐόνειρος having auspicious dreams neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐονείρους — εὐόνειρος having auspicious dreams masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐόνειρα — εὐόνειρος having auspicious dreams neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όναρ — το (Α ὄναρ) 1. όραμα το οποίο παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια τού ύπνου, όνειρο 2. φρ. «κατ όναρ» στον ύπνο, σε όνειρο αρχ. 1. καθετί το αβέβαιο ή απατηλό 2. (ως επίρρ.) ὄναρ σε όνειρο, στον ύπνο («ὄναρ γὰρ ὑμᾱς νῡν Κλυταιμνήστρα καλῶ», Ευμ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»