-
1 εὐωχητήριον
εὐωχητήριον, τό, Vergnügungsort, Erkl. von ἐνηβητήριον, Greg. Cor. p. 527.
-
2 εὐωχητήριον
εὐωχητήριον, τό, Vergnügungsort
См. также в других словарях:
ευωχητήριον — εὐωχητήριον, τὸ (Μ) [ευωχητής] τόπος ευωχίας, αίθουσα συμποσίου … Dictionary of Greek
εὐωχητήρια — εὐωχητήριον banqueting house neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωστήριον — θωστήριον, τὸ (Α) [θώσσω] (κατά τον Ησύχ.) «ευωχητήριον, εορτή» … Dictionary of Greek