Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εὐψυχίας

См. также в других словарях:

  • εὐψυχίας — εὐψῡχίᾱς , εὐψυχία good courage fem acc pl εὐψῡχίᾱς , εὐψυχία good courage fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • благодоушиѥ — БЛАГОДОУШИ|Ѥ (11), ˫А с. Спокойствие, радость: и нимъ ||=вс˫а скьрбьна˫а. съ бл҃год҃шиѥмь. д҃ши тьрп˫аахоу. (σὺν εὐϑυμίᾳ ψυχῆς) ЖФСт XII, 68 об. 69; его же ради пришьдъ... срачицю съ бл҃год҃шиѥмь д҃шевьнымь съвлѣкоуща. и плъть дающа на биѥниѥ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • λεβέντης — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 12 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, 28 χλμ. ΒΑ της πόλης της Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελλησπόντου. II Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών. 1. Γεώργιος (Καρακοβούνι… …   Dictionary of Greek

  • Αλμυρή έρημος — Στεπώδης έκταση της Μ. Ασίας, ανάμεσα στη σιδηροδρομική γραμμή που ενώνει το Αφιόν Καραχισάρ με το Ικόνιο και τη λίμνη Τουζ Γκιολ. Ένα μέρος της λίμνης αυτής ξεραίνεται το καλοκαίρι και αποτελεί προέκταση της ερήμου. H διάβαση της Α.ε. στη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»