-
1 ευχαλινος
См. также в других словарях:
ευχάλινος — εὐχάλινος, ον (Α) (για ίππους) 1. αυτός που έχει ωραίο χαλινό 2. αυτός που χαλιναγωγείται καλά, που συγκρατείται καλά, ευχαλίνωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαλινός] … Dictionary of Greek
εὐχάλινον — εὐχάλινος well bridled masc/fem acc sg εὐχάλινος well bridled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)