Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐχυμίᾳ

См. также в других словарях:

  • εὐχυμία — εὐχυμίᾱ , εὐχυμία healthy state of the humours fem nom/voc/acc dual εὐχυμίᾱ , εὐχυμία healthy state of the humours fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχυμίᾳ — εὐχυμίᾱͅ , εὐχυμία healthy state of the humours fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευχυμία — η (Α εὐχυμία) [εύχυμος] αφθονία εύγευστου χυμού, γευστικότητα, καλή γεύση, νοστιμάδα αρχ. 1. ιατρ. η καλή κατάσταση τών χυμών τού σώματος 2. (για τροφές) η ικανότητα τής δημιουργίας καλής χημικής καταστάσεως …   Dictionary of Greek

  • εὐχυμίας — εὐχυμίᾱς , εὐχυμία healthy state of the humours fem acc pl εὐχυμίᾱς , εὐχυμία healthy state of the humours fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχυμίαν — εὐχυμίᾱν , εὐχυμία healthy state of the humours fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχυμίαις — εὐχυμία healthy state of the humours fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»