-
1 ευχεταομαι
эп. (= εὔχομαι См. ευχομαι; только praes. и impf.)1) обращаться с мольбами, молиться(θεοῖσι, Κρονίωνι Hom.)
2) воздавать хвалу, восхвалять(θεῶν Διῒ Νέστορι δ΄ ἀνδρῶν Hom.)
3) (тж. εὐ. ἐπέεσσι Hom.) хвастаться, хвалиться(ἐπί τινι Hom.)
4) горделиво объявлятьτίνες ἔμμεναι εὐχετόωνται ; Hom. — кем они объявляют себя?
-
2 εὐχετάομαι
A pray,θεοῖσι.. μεγάλ' εὐχετόωντο ἕκαστος Il.8.347
, 15.369;Κρονίωνι.. εὐχετάασθαι 6.268
; , cf. Od.8.467.II boast, profess, c. inf., τίνες ἔμμεναι εὐχετόωντο; Od.1.172, etc.; with inf. omitted, A.R.1.189, Orph.A. 289; brag,ἵνα μή τις.. εὐχετόῳτ' ἐπέεσσι Il.12.391
; ;μὰψ αὔτως εὐχετάασθαι 20.348
; κταμένοισιν ἐπ' ἀνδράσιν εὐχετάασθαι to glory over them, Od.22.412.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐχετάομαι
-
3 εὐχετάομαι
εὐχετάομαι ( εὔχομαι), opt. εὐχετοῴμην: pray or offer obeisance, τινί, boast; εὐχετόωντο θεῶν Διὶ Νέστορί τ ἀνδρῶν, Il. 11.761, Od. 8.467; ὑπέρβιον, αὔτως εὐχετάασθαι, Il. 17.19, Il. 20.348; τίνες ἔμμεναι εὐχετόωνται, Od. 1.172 (see εὔχομαι).A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εὐχετάομαι
-
4 εὐχετάομαι
εὐ-χετάομαι, beten; ϑεῷ, zu einem Gotte; πάντες δ' εὐχετόωντο ϑεῶν Διΐ, Νέστορι δ' ἀνδρῶν, bewiesen ihm ihre Verehrung; auch = danken; λίϑῳ, anbeten. Mit Zuversicht aussagen, sich rühmen; ἐπέεσσι, großprahlen; aber κταμένοισιν ἐπ' ἀνδράσιν εὐχετάασϑαι, heißt nicht »sich über die Erschlagenen übermütig erheben«, sondern »auf Leichen beten« -
5 ευχετάασθε
εὐχετάομαιpray: pres imperat mp 2nd pl (epic)εὐχετάομαιpray: pres ind mp 2nd pl (epic)εὐχετάομαιpray: imperf ind mp 2nd pl (epic) -
6 εὐχετάασθε
εὐχετάομαιpray: pres imperat mp 2nd pl (epic)εὐχετάομαιpray: pres ind mp 2nd pl (epic)εὐχετάομαιpray: imperf ind mp 2nd pl (epic) -
7 ευχετώ
-
8 εὐχετῶ
-
9 ευχετάασθαι
-
10 εὐχετάασθαι
-
11 ευχετόωνται
-
12 εὐχετόωνται
-
13 εὐχετιάζω
εὐχετιάζω, = εὐχετάομαι, Hesych.
-
14 ευχετοώμην
-
15 εὐχετοῴμην
-
16 ευχετώμην
-
17 εὐχετῴμην
-
18 ευχετόωντο
-
19 εὐχετόωντο
-
20 ευχετόωτ'
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εὐχετάασθε — εὐχετάομαι pray pres imperat mp 2nd pl (epic) εὐχετάομαι pray pres ind mp 2nd pl (epic) εὐχετάομαι pray imperf ind mp 2nd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχετάασθαι — εὐχετάομαι pray pres inf mp (epic) εὐχετά̱ασθαι , εὐχετάομαι pray pres inf mp (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχετῶ — εὐχετάομαι pray pres imperat mp 2nd sg (epic) εὐχετάομαι pray imperf ind mp 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχετόωνται — εὐχετάομαι pray pres subj mp 3rd pl (epic) εὐχετάομαι pray pres ind mp 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχετοῴμην — εὐχετάομαι pray pres opt mp 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχετῴμην — εὐχετάομαι pray pres opt mp 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχετόωντο — εὐχετάομαι pray imperf ind mp 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχετόῳτο — εὐχετάομαι pray pres opt mp 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… … Dictionary of Greek
εὐχετόῳτ' — εὐχετόῳτο , εὐχετάομαι pray pres opt mp 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)