-
1 ευχερης
21) легко склоняющийся, податливый(πρὸς ὀργήν Plut.)
2) уступчивый, сговорчивый (sc. ἄνθρωπος Arst.)ὅρα σὺ μέ νῦν τις εὐ. παρῇς Soph. — смотри, не проявляй теперь (чрезмерной) уступчивости
3) легко приспособляющийся, искусно использующий(τῆς πολεμικῆς χρείας Polyb.)
4) неразборчивый(πρὸς πᾶσαν τροφήν Arst.)
5) легкий, беззаботный(βίος Plat.)
6) искусный, ловкий(εὐ. χαὴ πανοῦργος φύσις Plut.)
7) распущенный, легкомысленный(μιαρὸς καὴ λίαν εὐ. Plut.)
8) легкий, доступный -
2 ευχερής
τ)ς, ες лёгкий, нетрудный
См. также в других словарях:
εὐχερής — tolerant of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευχερής — ές (ΑΜ εὐχερής, ές) αυτός τον οποίο εύκολα χειρίζεται κάποιος, αυτός που γίνεται ή πραγματοποιείται εύκολα, ο εύκολος, ο άκοπος μσν. ικανός σε κάτι αρχ. 1. (για πρόσ. και ζώα) α) ενδοτικός, υποχωρητικός, εύκολος, βολικός β) επιδέξιος, επιτήδειος … Dictionary of Greek
ευχερής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, εύκολος, άνετος (αντίθ. δυσχερής) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐχερῆ — εὐχερής tolerant of neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐχερής tolerant of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐχερής tolerant of masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχερέστερον — εὐχερής tolerant of adverbial comp εὐχερής tolerant of masc acc comp sg εὐχερής tolerant of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχερεστέρων — εὐχερής tolerant of fem gen comp pl εὐχερής tolerant of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχερεῖ — εὐχερής tolerant of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) εὐχερής tolerant of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχερεῖς — εὐχερής tolerant of masc/fem acc pl εὐχερής tolerant of masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχερές — εὐχερής tolerant of masc/fem voc sg εὐχερής tolerant of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχερέστατα — εὐχερής tolerant of adverbial superl εὐχερής tolerant of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχερέστατον — εὐχερής tolerant of masc acc superl sg εὐχερής tolerant of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)