-
1 εὔ-χειρος
εὔ-χειρος, = εὔχειρ, zw., denn der superlat. εὐχειρότατος ist f. L. für εὐχειρωτότατος, vgl. Lob. Parall. p. 38 u. das folgde Wort.
1 εὔ-χειρος
εὔ-χειρος, = εὔχειρ, zw., denn der superlat. εὐχειρότατος ist f. L. für εὐχειρωτότατος, vgl. Lob. Parall. p. 38 u. das folgde Wort.