-
1 ευχειρία
εὐχειρίᾱ, εὐχειρίαmanual dexterity: fem nom /voc /acc dualεὐχειρίᾱ, εὐχειρίαmanual dexterity: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————εὐχειρίᾱͅ, εὐχειρίαmanual dexterity: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ευχειρια
-
3 εὐχειρία
A manual dexterity, skill, ἀνόητος εὐ. Hp.Art. 35, cf. Ruf. ap. Orib.inc.20.1; in flute-playing, Poll.4.72; in battle, Plb.11.13.3, 16.19.1, Fr. 158 (pl.), Hdn.1.17.12, etc. (Sts. confused in codd with εὐχέρεια.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐχειρία
-
4 εὐχειρία
Βλ. λ. ευχειρία -
5 εὐχειρίᾳ
Βλ. λ. ευχειρία -
6 εὐχειρία
εὐ-χειρία, ἡ, Geschicklichkeit der Hand -
7 ευχειρίας
εὐχειρίᾱς, εὐχειρίαmanual dexterity: fem acc plεὐχειρίᾱς, εὐχειρίαmanual dexterity: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 εὐχειρίας
εὐχειρίᾱς, εὐχειρίαmanual dexterity: fem acc plεὐχειρίᾱς, εὐχειρίαmanual dexterity: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 ευχειρίαν
-
10 εὐχειρίαν
-
11 εὐχέρεια
εὐχέρ-εια, ἡ,A tolerance of or indifference to evil,μὴ ἡμῖν πολλὴν εὐχέρειαν ἐντίκτωσι τοῖς νέοις πονηρίας Pl.R. 392a
; licentiousness, A. Eu. 494 (lyr.); ἡ τῆς πράξεως εὐ. Aeschin.1.124; unscrupulous conduct, ἡ πρὸς τὸν δῆμον εὐ. Plu. Demetr.11; looseness, περὶ τὰς γυναῖκας, περὶ τοὺς ὅρκους, Id.Lyc.15, Lys.8; recklessness,πρὸς τὸν ὅρκον εὐ. καὶ ταχύτης Id.2.271c
; hastiness, Ph.2.276;πρὸς ὀργήν Luc. Prom.9
; of a historian, irresponsibility,εὐ. καὶ τόλμα καὶ ῥᾳδιουργία Plb.12.25e
.2, cf. 16.18.3; εἰκαιότης καὶ εὐ. Ph.1.193; of an artist, uncritical facility,ἐν τῷ ποιεῖν εὐ. καὶ ταχύτης Plu.Per.13
.II indifference to danger or hardship: hence, coolness, fortitude, ἀνδρεία καὶ εὐ. (ironical) Pl.R. 426d; εὐκολία καὶ εὐ. Id.Lg. 942d, cf. Alc.1.122c;περὶ τὰς κυνηγίας εὐ. καὶ τόλμα Plb.22.3.8
; cf. εὐχειρία.III ease, agreeableness,κατὰ τὴν προφοράν Phld.Po. 994
.; comfort, (Egypt, ii B.C.); περὶ τὰς δυστοκίας τῶν γυναικῶν τῇ εὐχερείᾳ.. βοηθεῖν to minister to the comfort (or promote the fortitude) of women.., Arist. HA 587a11 (cf.εὐχερής 11
).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐχέρεια
-
12 ευχειρίαις
-
13 εὐχειρίαις
-
14 ευχειρίη
-
15 εὐχειρίη
-
16 ευχειρίην
-
17 εὐχειρίην
-
18 ευχειρίης
-
19 εὐχειρίης
См. также в других словарях:
εὐχειρία — εὐχειρίᾱ , εὐχειρία manual dexterity fem nom/voc/acc dual εὐχειρίᾱ , εὐχειρία manual dexterity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχειρίᾳ — εὐχειρίᾱͅ , εὐχειρία manual dexterity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευχειρία — εὐχειρία και ιων. τ. εὐχειρίη, ἡ (Α) [εύχειρ] 1. ικανότητα, δεξιότητα, εμπειρία 2. δεξιοτεχνία … Dictionary of Greek
εὐχειρίας — εὐχειρίᾱς , εὐχειρία manual dexterity fem acc pl εὐχειρίᾱς , εὐχειρία manual dexterity fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχειρίαν — εὐχειρίᾱν , εὐχειρία manual dexterity fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχειρίαις — εὐχειρία manual dexterity fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχειρίη — εὐχειρία manual dexterity fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχειρίην — εὐχειρία manual dexterity fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχειρίης — εὐχειρία manual dexterity fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)