Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐχειρία

См. также в других словарях:

  • εὐχειρία — εὐχειρίᾱ , εὐχειρία manual dexterity fem nom/voc/acc dual εὐχειρίᾱ , εὐχειρία manual dexterity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχειρίᾳ — εὐχειρίᾱͅ , εὐχειρία manual dexterity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευχειρία — εὐχειρία και ιων. τ. εὐχειρίη, ἡ (Α) [εύχειρ] 1. ικανότητα, δεξιότητα, εμπειρία 2. δεξιοτεχνία …   Dictionary of Greek

  • εὐχειρίας — εὐχειρίᾱς , εὐχειρία manual dexterity fem acc pl εὐχειρίᾱς , εὐχειρία manual dexterity fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχειρίαν — εὐχειρίᾱν , εὐχειρία manual dexterity fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχειρίαις — εὐχειρία manual dexterity fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχειρίη — εὐχειρία manual dexterity fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχειρίην — εὐχειρία manual dexterity fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχειρίης — εὐχειρία manual dexterity fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»