Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐχαριστήσει

См. также в других словарях:

  • εὐχαριστήσει — εὐχαριστέω bestow a favour on aor subj act 3rd sg (epic) εὐχαριστέω bestow a favour on fut ind mid 2nd sg εὐχαριστέω bestow a favour on fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυθαγόρας — I Έλληνας φιλόσοφος και μαθηματικός (Σάμος 585 – 565 π.Χ. – ; Μεταπόντιον 500; π.X.). Αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του εξαιτίας ίσως της τυραννίας του Πολυκράτη, και πήγε στη Μεγάλη Ελλάδα και στον Κρότωνα όπου, κατά το 530, ίδρυσε τη… …   Dictionary of Greek

  • κατασκοτώνω — 1. δέρνω αλύπητα κάποιον, τόν τσακίζω στο ξύλο («τήν κατασκότωσε στο ξύλο») 2. μέσ. κατασκοτώνομαι α) μωλωπίζομαι ή τραυματίζομαι σε πολλά σημεία τού σώματός μου β) καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες για κάτι, φροντίζω με όλη μου την ψυχή για κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • πυρρίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ένας από τους τέσσερις νομοθέτες των Τεγεατών, οι οποίοι απεικονίζονταν σε τέσσερις στήλες (ένας σε καθεμιά), που ήταν στημένες στην αγορά της πόλης, κοντά στον ναό της Αφροδίτης. 2. Αρχηγός των Αρκάδων που έκαναν… …   Dictionary of Greek

  • τσακίζω — και τζακίζω και τσακάω Ν 1. σπάζω, θραύω, κομματιάζω («τσάκισα το βάζο») 2. διπλώνω («τσάκισε το χαρτί στα τρία») 3. (αμτβ.) (για άνεμο ή ψύχος) καταπαύω, κοπάζω 4. μτφ. α) καταπονώ, καταβάλλω, εξαντλώ («τὸν τσάκισαν τα γηρατειά») β) νικώ,… …   Dictionary of Greek

  • Αταλάντη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Η έντονα αρρενωπή ομορφιά της Α., η δεινότητά της στο κυνήγι, το γρήγορο τρέξιμό της, η αγάπη της για την άγρια ζωή και η εμμονή στην παρθενία της την ταυτίζουν αρκετά με την Άρτεμη. Κατά τη βοιωτική εκδοχή του μύθου ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Βουστρώνιος — Επώνυμο Κύπριων λογίων. 1. Γεώργιος (Κύπρος 1430; – 1501;). Χρονογράφος. Ήταν γαλλικής καταγωγής, καθολικός και έμπιστος των τελευταίων Φράγκων βασιλιάδων της Κύπρου. Το χρονικό του, Διήγησις κρόνικας Κύπρου, γραμμένο στο κυπριακό ιδίωμα,… …   Dictionary of Greek

  • Διομήδης — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθολογικός ήρωας, γιος του βασιλιά της Αιτωλίας Τυδέα και της Δηιπύλης, κόρης του βασιλιά του Άργους, Αδράστου. Όταν μεγάλωσε ο Δ. θέλησε να εκδικηθεί τον θάνατο του πατέρα του, ο οποίος ήταν ένας από τους Επτά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιστιαίος — (; – 493 π.Χ.).Τύραννος της Μιλήτου. Συνόδευσε τον Δαρείο στην εκστρατεία του εναντίον των Σκυθών (513 π.Χ.) ως αρχηγός του στόλου των Ιώνων. Εμπόδισε τους άλλους τυράννους των ιωνικών πόλεων να καταστρέψουν τη γέφυρα του Ίστρου –τη φύλαξη της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»