-
1 ευφυλακτος
21) который можно легко уберечь, успешно охраняемый(ὀπώρα εὐ. οὐδαμῶς Aesch.; νεώρια Thuc.)
2) хорошо укрытый, надежно защищенный(ἥ καρδία ὥσπερ ἀχρόπολις τοῦ σώματος Arst.; ἐν εὐφυλάκτῳ εἶναι Eur.)
3) удобный для несения сторожевой службы, выгодный в качестве наблюдательного поста(ἥ Κῶς Thuc.)
4) от которого легко уберечься, легко избегаемый(τέλμα οὐκ εὐφύλακτον Plut.)
εὐφυλακτότερον τὸ καθόλου συμβαῖνον ἐν τοῖς ἐλέγχοις Arst. — в опровержениях легче избежать общих утверждений
См. также в других словарях:
ευφύλακτος — εὐφύλακτος, ον (Α) 1. αυτός που φυλάγεται ή φρουρείται εύκολα (α. «εὐφύλακτος ἡ καρδία» η καρδιά είναι καλά προφυλαγμένη, Αριστοτ. β. «εὐφυλακτότερον τὸ ὕδωρ τοῡ ἀέρος» το νερό συγκρατείται πιο εύκολα από τον αέρα, Αριστοτ.) 2. φρ. α) «εὐφύλακτός … Dictionary of Greek
εὐφύλακτος — easy to keep masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφυλακτότερον — εὐφύλακτος easy to keep adverbial comp εὐφύλακτος easy to keep masc acc comp sg εὐφύλακτος easy to keep neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφυλακτότατον — εὐφύλακτος easy to keep masc acc superl sg εὐφύλακτος easy to keep neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφυλάκτως — εὐφύλακτος easy to keep adverbial εὐφύλακτος easy to keep masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφύλακτον — εὐφύλακτος easy to keep masc/fem acc sg εὐφύλακτος easy to keep neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφυλακτότερα — εὐφύλακτος easy to keep neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφυλακτότεραι — εὐφύλακτος easy to keep fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφυλάκτους — εὐφύλακτος easy to keep masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφυλάκτῳ — εὐφύλακτος easy to keep masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφύλακτα — εὐφύλακτος easy to keep neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)