-
1 ευφωνότερον
εὔφωνοςsweet-voiced: adverbial compεὔφωνοςsweet-voiced: masc acc comp sgεὔφωνοςsweet-voiced: neut nom /voc /acc comp sg -
2 εὐφωνότερον
εὔφωνοςsweet-voiced: adverbial compεὔφωνοςsweet-voiced: masc acc comp sgεὔφωνοςsweet-voiced: neut nom /voc /acc comp sg
См. также в других словарях:
εὐφωνότερον — εὔφωνος sweet voiced adverbial comp εὔφωνος sweet voiced masc acc comp sg εὔφωνος sweet voiced neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύφωνος — η, ο (Α εὔφωνος, ον και εὐφωνής, ές) 1. αυτός που έχει γλυκιά, αρμονική φωνή, ο καλλίφωνος, ο εύηχος 2. (για κήρυκα ή ρήτορα) αυτός που έχει δυνατή φωνή, ο βροντόφωνος («λαβοῡσα κηρύκαιναν εὔφωνόν τινα», Αριστοφ.) αρχ. 1. (για λύρα) αυτός που… … Dictionary of Greek