Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

εὐφυῶς

См. также в других словарях:

  • εὐφυῶς — εὐφυής well grown adverbial (attic epic doric) εὐφυῶς indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευφυής — ές (ΑΜ εὐφυής, ές) αυτός που έχει οξεία αντίληψη, μεγάλη πνευματική ικανότητα, εύστροφος, έξυπνος («η σκέψη του ήταν ευφυέστατη») μσν. ταιριαστός αρχ. 1. αυτός που έχει καλή διάπλαση, καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («πόδας εὐφυεῑς», Αριστοτ.)… …   Dictionary of Greek

  • благовѣщаньнъ — (1*) пр. к благовѣщаниѥ: Бл҃жнъ тъ ѥму же се доброѥ всхоженье будеть... писаниѥ всевѣдыи. ѡ(т) мощнаго ѥства. ка˫а же полза человѣку. ѡ прежереченыхъ не бл҃говѣщаненъ ли бываѥть. (εὐφυῶς!) ФСт XIV, 94а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • добровѣтьно — (1*) нар. Даровито, талантливо: наипервѣѥ Аврамъ творца б҃а проповѣда и тъ ·а҃·, въ Ѥгѹпетъ съшедъ, числьныи и звѣздозаконьницю Ѥгѹптѩны научи. первии ѡбрѣтателе тѣмъ Халдѣ˫ане быша, ѿ Жидовъ наѹчишасѩ Финикѩне, ѿ ни<хъ> же Кадомонъ ты… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • TAIRA — una ex illustribus Cleopatrae ancillis, ἡ ἀναπλέκουσα τὰς τρίχας ἐυτρεπῶς, quae comam illius decenter implicabat: Sicut Charmione altera erat, ἡ ἀπιτέμνουσα τὰς ὑπεροχὰς τῶ ὀνύχων ἐυφυῶς, quae extremos ungues ei dextre praecidebat, Galen. de Ther …   Hofmann J. Lexicon universale

  • UNGUIS — an ex Graeco ὄνοξ, an quasi unctus: pellucidus enim est? quem animae teneat gradum, disputat Augustinus ex Varrone, de Civ. Dei, l. 7. c. 23. Tres, inquiens, affirmat esse Animae gradus, in omni universaque natura. Unum, qui omnes partes corporis …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • ՔԱՋԱԲՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0982 Chronological Sequence: 6c իբր մ. ՔԱՋԱԲՆՈՒԹԵԱՄԲ. εὑφυῶς . Որպէսթէ՝ Քաջաբուսապէս. ըստ գեղեցիկ բուսոյ բարուց. *Երկուս իրս մեծամեծս յանիրաւութեանց ճշգրիտ քաջաբանութեամբ նմանեցուցեալ. Փիլ. ՟ժ. բան …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»