-
1 ευφροσύνως
εὐφρόσυνοςcheery: adverbialεὐφρόσυνοςcheery: masc acc pl (doric)εὐφρόσυνοςcheery: adverbialεὐφρόσυνοςcheery: masc /fem acc pl (doric) -
2 εὐφροσύνως
εὐφρόσυνοςcheery: adverbialεὐφρόσυνοςcheery: masc acc pl (doric)εὐφρόσυνοςcheery: adverbialεὐφρόσυνοςcheery: masc /fem acc pl (doric) -
3 εὐ-φρόσυνος
εὐ-φρόσυνος, η, ον, froh, εὐφροσύναις ἀοιδαῖς scol. Ath. XV, 694 d; Ep. ad. 73 (aber Nicarch. Anth. Pal. V, 40 steht εἰς ποίην ἀκτὴν εὐφρόσυνον γέγονας, in der Bdtg fröhlich machend) u. Sp., s. Lob. path. 231; – adv., εὐφροσύνως διάγειν Theogn. 766.
См. также в других словарях:
εὐφροσύνως — εὐφρόσυνος cheery adverbial εὐφρόσυνος cheery masc acc pl (doric) εὐφρόσυνος cheery adverbial εὐφρόσυνος cheery masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφρόσυνος — (16ος αι.). Μοναχός και αγιογράφος από την Κρήτη. Στο μοναστήρι του Διονύσου, στον Άθω, σώζονται πέντε φορητές εικόνες του, με χρονολογία 1542. Οι εικόνες αυτές (Χριστός, Παναγία, Πρόδρομος, Πέτρος και Παύλος) έχουν εξαιρετική σημασία για τη… … Dictionary of Greek
μεγαλοφροσύνως — (Α) επίρρ. με μεγαλοφροσύνη, με μεγαλοψυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μεγαλοφρόνως, από το ουσ. μεγαλοφροσύνη, κατά τα επιρρ. ευφροσύνως, χαρμοσύνως, τα οποία είναι κανονικοί σχηματισμοί και αντίστοιχα επίθετα (ευφρόσυνος, χαρμόσυνος)] … Dictionary of Greek