-
1 ευφιλης
См. также в других словарях:
ευφιλής — εὐφιλής, ές (Α) 1. παθ. αυτός που αγαπιέται πολύ, φίλτατος, αγαπητός 2. ενεργ. αυτός που αγαπά πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φιλής (< φιλείν), πρβλ. δημο φιλής, προσ φιλής] … Dictionary of Greek
εὐφιλής — well loved masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφιλῆ — εὐφιλής well loved neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐφιλής well loved masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐφιλής well loved masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek