Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐφημία

См. также в других словарях:

  • εὐφημία — εὐφημίᾱ , εὐφημία use of words of good omen fem nom/voc/acc dual εὐφημίᾱ , εὐφημία use of words of good omen fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφημίᾳ — εὐφημίαι , εὐφημία use of words of good omen fem nom/voc pl εὐφημίᾱͅ , εὐφημία use of words of good omen fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευφημία — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η μεγαλομάρτυρας. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί Διοκλητιανού. Η μνήμη της τιμάται στις 16 Σεπτεμβρίου. 2. Ε. η μάρτυρας. Η μνήμη της τιμάται στις 4 Ιανουαρίου. * * * η (ΑΜ εὐφημία) [εύφημος]… …   Dictionary of Greek

  • Ευφημία Λουπικίνα — (6ος αι. μ.Χ.). Σύζυγος του αυτοκράτορα Ιουστίνου (518 527). Προερχόταν από ταπεινή οικογένεια και αρχικά ήταν παλλακίδα του αυτοκράτορα, όταν εκείνος υπηρετούσε ως αξιωματικός στον βυζαντινό στρατό. Η βασίλισσα έχτισε ναό της Αγίας Ευφημίας στην …   Dictionary of Greek

  • Αγία Ευφημία — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 420 κάτ.) της Κεφαλονιάς. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του όρμου της Σάμης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πυλαρέων του νομού Κεφαλληνίας …   Dictionary of Greek

  • εὐφημίας — εὐφημίᾱς , εὐφημία use of words of good omen fem acc pl εὐφημίᾱς , εὐφημία use of words of good omen fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφημίαι — εὐφημία use of words of good omen fem nom/voc pl εὐφημίᾱͅ , εὐφημία use of words of good omen fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφημίαν — εὐφημίᾱν , εὐφημία use of words of good omen fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφημιῶν — εὐφημία use of words of good omen fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφημίαις — εὐφημία use of words of good omen fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφημί' — εὐφημίαι , εὐφημία use of words of good omen fem nom/voc pl εὐφημίᾱͅ , εὐφημία use of words of good omen fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»