-
1 ευφαντασιωτος
-
2 ευφαντασίωτος
ος, ον, ευφάνταστος, η, ο [ος, ον] 1.1) имеющий богатое воображение; 2) фантазирующий; 2. (ο) фантазёр
См. также в других словарях:
εὐφαντασίωτος — gifted with a vivid imagination masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφαντασίωτος — η, ο (Α εὐφαντασίωτος, ον) 1. προικισμένος με ζωηρή φαντασία 2. (με κακή σημ.) φαντασιόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φαντασιώ «φαντάζομαι»] … Dictionary of Greek
εὐφαντασίωτον — εὐφαντασίωτος gifted with a vivid imagination masc/fem acc sg εὐφαντασίωτος gifted with a vivid imagination neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφαντασιώτους — εὐφαντασίωτος gifted with a vivid imagination masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφαντασίωτοι — εὐφαντασίωτος gifted with a vivid imagination masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)