-
1 ευτεχνητος
См. также в других словарях:
ευτέχνητος — εὐτέχνητος, ον (Α) αυτός που είναι έντεχνα κατασκευασμένος, ωραία κατεργασμένος … Dictionary of Greek
εὐτέχνητον — εὐτέχνητος skilfully wrought masc/fem acc sg εὐτέχνητος skilfully wrought neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)