Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εὐτυχές

См. также в других словарях:

  • εὐτυχές — εὐτυχής successful masc/fem voc sg εὐτυχής successful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτυχής — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Υπήρξε μαθητής του Ιωάννη του Θεολόγου. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Αυγούστου. 2. Επίσκοπος Μελιτινής. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Μαΐου. II (Κωνσταντινούπολη 378 – 454; μ.Χ.). Ιδρυτής της αίρεσης… …   Dictionary of Greek

  • διόρθωση — η (AM διόρθωσις) [διορθώ] 1. επαναφορά στο σωστό, αποκατάσταση 2. εξάλειψη τών λαθών εντύπου ή γραπτού νεοελλ. 1. βελτίωση, καλυτέρευση, διαρρύθμιση 2. το γραπτό ή έντυπο κείμενο για τον έλεγχο και την αποκατάσταση τών σφαλμάτων 3. στρατ. τα… …   Dictionary of Greek

  • ευαγρεσία — εὐαγρεσία, ἡ (Α) επιτυχής άγρα, ευτυχές, επιτυχημένο κυνήγι, ευαγρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αγρεσία, παράλλ. τ. τού άγρα «κυνήγι»] …   Dictionary of Greek

  • ευοίωνος — η, ο [οιωνός] 1. αυτός που αποτελεί καλό οιωνό, που προμηνύει κάτι καλό («ευοίωνο σημείο» ό, τι χαρακτηρίζεται ως ευτυχές προμήνυμα) 2. αισιόδοξος («ευοίωνες προβλέψεις») …   Dictionary of Greek

  • ευοδώνω — και ευοδώ και βοδώνω (ΑΜ εὐοδῶ, όω Μ και εὐοδώνω και εὐγοδώνω και βοδώνω και βγοδώνω) νεοελλ. μσν. 1. βάζω κάτι σε καλό δρόμο, το οδηγώ σε αίσιο τέλος, πραγματοποιώ, πετυχαίνω, καταφέρνω κάτι 2. εκτελώ γρήγορα και με επιτυχία κάποια εργασία,… …   Dictionary of Greek

  • ευπέραντος — εὐπέραντος, ον (Μ) αυτός που περατώνεται καλά, που έχει καλό πέρας, ευτυχές τέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περαντος (< περαίνω), πρβλ. α πέραντος] …   Dictionary of Greek

  • ευτυκής — εὐτυκής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εὐτυχές εὐεργές, εὐχερές, εὐποίητον, ῥᾴδιον». επίρρ... εὐτυκῶς (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ῥᾳδίως». [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τύκος (ο) «τσεκούρι, όργανο για σμίλευση»] …   Dictionary of Greek

  • ευτύχημα — το (ΑΜ εὐτύχημα) [ευτυχώ] ευτυχές γεγονός, καλοτυχία, καλή τύχη, ευτυχής σύμπτωση ή περίπτωση («είναι ευτύχημα που δεν τόν συνάντησα») …   Dictionary of Greek

  • καλοτύχισμα — το [καλοτυχίζω] 1. μακαρισμός, το να θεωρεί και να αποκαλεί κάποιος έναν άλλο ευτυχισμένο 2. έκφραση ευχής σε κάποιον για καλή τύχη 3. στον πληθ. τα καλοτυχίσματα τα συγχαρητήρια και οι ευχές που απευθύνονται σε κάποιον για ένα ευτυχές γεγονός …   Dictionary of Greek

  • κατουρίζω — (Α) 1. φέρνω πλοίο στο λιμάνι με ούριο άνεμο 2. φέρω κάτι σε ευτυχές τέλος («τάδ ὀρθῶς ἔμπεδα κατουρίζει», Σοφ.) 3. (Ησύχ.) χρησιμοποιώ όλα τα καραβόσχοινα, δεν παραμελώ τίποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οὐρίζω «μεταφέρω με ευνοϊκό άνεμο» (<… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»