Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εὐτυχημάτων

См. также в других словарях:

  • εὐτυχημάτων — εὐτύχημα piece of good luck neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορηγία — η, ΝΜΑ [χορηγός] 1. (στην αρχ. Αθήνα) μία από τις σημαντικότερες λειτουργίες τής αθηναϊκής δημοκρατίας, κατά την οποία ένας εύπορος πολίτης κατέβαλλε τα χρήματα τής προετοιμασίας τού χορού για την συμμετοχή του σε διάφορες θρησκευτικές εκδηλώσεις …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»