-
1 ευτυχίαισιν
-
2 εὐτυχίαισιν
-
3 παιωνίζω
παιωνίζω, = παιανίζω; Her. 5, 1; Ar. Equ. 1323 ἐπὶ καιναῖσιν δ' εὐτυχίαισιν παιωνίζειν τὸ ϑέατρον; bei Thuc. 2, 91 u. sonst v. l. für παιανίζω. – Das pass. παιωνίζεται Aesch. frg. 147; ἐπεπαιώνιστο αὐτοῖς ὡς ἐς ἐπίπλουν Thuc. 1, 50. Vgl. Iac. Ach. Tat. p. 582.
-
4 εὐ-τυχία
εὐ-τυχία, ἡ, das glückliche Treffen des Ziels, Erlangen des Wunsches, Glück, ὧν ἡ τύχη ἀγαϑῶν αἰτία, ταῦτα γίγνεσϑαι καὶ ὑπάρχειν Arist. rhet. 1, 5, der sie von der εὐδαιμονία unterscheidet, Eth. 7, 14; εὐτυχίαν κραίνειν Pind. Ol. 6, 81; οὐδ' εὐτυχίας μέτεστί μοι Eur. Suppl. 956, öfter; Her. 1, 32; εὐτυχίᾳ κεχρῆσϑαι, Glück haben, Plat. Men. 72 a; κατά τινα ϑείαν εὐτυχίαν Legg. VII, 798 b; nicht selten im plur., wie Her. 3, 40; ἡ κατὰ πόλεμον εὐτυχία, Kriegsglück, Thuc. 1, 120, öfter; ἐπ' εὐτυχίᾳ Eur. I. T. 1490, ἐπ' εὐτυχίαισιν Ar. Eccl. 573, zum Glück, wie Plat. Phaedr. 245 b.
-
5 ευτυχια
ион. εὐτῠχίη ἥ тж. pl. счастье, преуспеяние, успех(ἥ κατὰ πόλεμον εὐ. Thuc.; πολλῇ εὐτυχίᾳ χρῆσθαι Plat.; οἱ ἐν εὐτυχίαις μεγάλαις ὄντες Arst.)
-
6 εὐτυχία
εὐ-τυχία, ἡ, das glückliche Treffen des Ziels, Erlangen des Wunsches, Glück; εὐτυχίᾳ κεχρῆσϑαι, Glück haben; ἡ κατὰ πόλεμον εὐτυχία, Kriegsglück; ἐπ' εὐτυχίαισιν, zum Glück
См. также в других словарях:
εὐτυχίαισιν — εὐτυχία good luck fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)